Η Γ’ εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας Ιανουάριος – Μάιος του 1827 εξέλεξε κυβερνήτη της Ελλάδας με επταετή θητεία τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος αποβιβάστηκε αρχές Ιανουαρίου του 1828 στο Ναύπλιο και, αφού ορκίστηκε στην Αίγινα, ανέλαβε τα καθήκοντά του.
Του Στέργιου Πουρνάρα, φιλολόγου
Προέδρου Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Π.Ε. Γρεβενών
Αντιγράφω από την ΙΕΕ, τ. ΙΒ, σελ.481: «Ο Ιωάννης Καποδίστριας(1776 - 1831) υπήρξε κορυφαίος διπλωμάτης και μέγας Έλλην πολιτικός. Ως υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας συνέβαλε κρίσιμα στην θεμελίωση της ειρήνης μετά τους ναπολεόντειους πολέμους και προστάτευσε καίρια την Ελληνική Επανάσταση το 1821. Ως Κυβερνήτης της Ελλάδος πέτυχε να ανακαταλάβη έγκαιρα την Στερεά Ελλάδα, να οργανώση κράτος ευνομούμενο, στην υπηρεσία του λαού και να προαγάγη στο διπλωματικό επίπεδο το Ελληνικό Ζήτημα, ώστε, αντί αυτονομίας απλώς της Πελοποννήσου υπό τον σουλτάνο, να δημιουργηθεί ανεξάρτητο ελληνικό κράτος με υπερδιπλάσιο έδαφος». Νομίζω ότι αυτή η κρίση τονίζει επιγραμματικά την πολύ μεγάλη προσφορά του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας στο πολύ σύντομο διάστημα της θητείας του. Γιατί, όταν ανέλαβε την εξουσία, παρέλαβε μία ημιαυτόνομη επικράτεια διαλυμένη από τις εμφύλιες έριδες και διαμάχες και σε δυόμιση περίπου χρόνια κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα κράτος με πολιτική, οικονομική, στρατιωτική και εκπαιδευτική οργάνωση, με ασφάλεια, αφού αμέσως κατέστειλε την πειρατεία και τη ληστεία, ανεξάρτητο με διπλάσιο έδαφος και πληθυσμό. Στην αρχή ο Καποδίστριας κρατούσε ίσες αποστάσεις από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά με την πάροδο του χρόνου επηρεαζόταν περισσότερο από τους οπαδούς του ρωσικού κόμματος, με αποτέλεσμα τη δυσαρέσκεια των οπαδών αγγλικού κυρίως κόμματος που με έδρα την Ύδρα σιγά σιγά αποκόπηκαν από την Κυβέρνηση και στράφηκαν εναντίον της. Ήρθε και η ρήξη με τα «οτζάκια» της Μάνης, τους Μαυρομιχαλαίους, από κακό χειρισμό της υπόθεσης και όλα αυτά του κόστισαν τη ζωή σε μια κρίσιμη στιγμή που η χώρα είχε ανάγκη τη στιβαρή του διακυβέρνηση.
Ο Μακρυγιάννης περίμενε με αγωνία τον Κυβερνήτη, γιατί πίστευε ότι θα βάλει τέρμα στην αναρχία και την ασυδοσία με νόμους και με σύνταγμα καθώς και αυτός ήταν απελπισμένος από τις νέες εμφύλιες έριδες: «Εγώ σαν είδα αυτούς τους εφύλιους πολέµους, τους µούτζωσα όλους κ' έφυγα και πήγα εις την Αίγινα οπίσου. Εις την Αίγινα οπού πήγα έγραψα ένα γράµµα των ανθρώπωνέ µου εις Κούλουρη και τους έλεγα της ∆ιοίκησης τα πράµατα• και καράβια δεν ηύρα, ούτε πασκίζω δια τέτοια. 'Οµως να ησυχάσουνε τιµίως και γλήγορα έρχεται ο Κυβερνήτης• κι' όποιος φερθή τιµίως θέλει δικιωθή. Σηκώθηκα και πήγα εις τα Θερµιά, ότ' ήµουν αστενής, κι' από-εκεί εις Τήνο. Είχα την φαµελιά µου εκεί• έκατζα καµπόσο… Σε δυο-τρεις ηµέρες ήρθε ο Κυβερνήτης. Πήγε εις τ' Ανάπλι, περίλαβε τα κάστρα, ήρθε εις την Αίγινα, ορκίστη µε µεγάλη παράταξιν να φυλάξη τους νόµους της πατρίδος και µ' αυτούς να µας κυβερνήση. Τότε έβαλε πρώτα, οργάνισε τα στρατέµατα εις χιλιαρχίες. Οργάνισε και το πολιτικό. Φωνάζει τους βουλευτάς και τους λέγει να διαλυθούν δια το παρόν και ύστερα προσκαλεί την Συνέλεψη την Εθνική και γίνεται το Βουλευτικόν σώµα. Οι βουλευταί δεν µπορούσαν να κάµουν αλλοιώς, διαλύθηκαν κατά τον λόγο του Κυβερνήτη. Τότε έφκειασε το Πανελλήνιον, ορκίστη κι' αυτός να κυβερνήση εφτά χρόνια. ∆εν θυµήθη ο Κυβερνήτης• όταν ορκίστη δια εφτά χρόνια, ορκίστη 'σ το σύνταµα -κι' αυτός ευτύς το χάλασε… Κ' εσείς οι αναγνώστες τηράτε, όσον καιρόν ήταν µε την δικαιοσύνη, πως ήταν η πατρίδα• όταν πήρε αυτούς, που κατήντησε κι' αυτός και η πατρίδα. Τηράτε τις 'φηµερίδες• θα ιδήτε αυτούς αφεντάδες και όλους τους τίµιους κατατρεµένους απ' ούλους αυτούς. Τότε χάθη και τ' όνοµα Αγιάννης και τον έλεγαν απατεώνα. 'Οτι η δυστυχισµένη πατρίδα είναι ατυχής από κυβέρνησιν αρχή ως τώρα. Ο Θεός ας την κυβερνήση και σωθή κατά τους αγώνες της».
Για δύο χρόνια υπηρέτησε ως Γενικός αρχηγός της Εκτελεστικής Δυνάμεως της Πελοποννήσου και μετά ως χιλίαρχος συμβουλεύοντας ορθά τον Κυβερνήτη, αλλά στη συνέχεια έπεσε στη δυσμένεια του αδερφού του Αυγουστίνου και των Πελοποννησίων οι οποίοι τον συκοφαντούσαν και τον απειλούσαν. «Σας λέγω ως τίµιος άνθρωπος, ποτέ δεν θέλησα να είµαι αναντίον του, ότι µπεζερίσαµεν από τις ακαταστασίες. Αλλά οι Κολοκοτρωναίγοι και η συντροφιά τους µε κατάτρεχαν δια-µέσον του Κυβερνήτη κι' αδελφών του».
Όταν οι αντίπαλοί του τον κατηγορούσαν ότι συμμετείχε σε μια συνομωσία με την επωνυμία «Ηρακλής» και προσπάθησαν να τον φυλακίσουν, πήγε αγανακτισμένος και παραπονέθηκε στην Κυβερνήτη: «Την αυγή, ήταν Κυργιακή, πήγε ο Κυβερνήτης εις την εκκλησιά, κ' εγώ πήγα "και το' 'πιασα το σπίτι. 'Ηρθε, µ' είδε. ""Τι θέλεις; µου λέγει. -Τον Κυβερνήτη" της πατρίδας µου. -∆εν έχω καιρό, µου λέγει. -∆εν έχω κ' εγώ καιρό να σε ιδώ άλλη βολά (ότι ψάχναν να µε βρούνε να µε πάνε εις το Παλαµήδι). "-Φεύγα, µου λέγει• δεν αδειάζω. -Πουθενά δεν πάγω!"" 'Αρχισαν " οι άνθρωποί του να µε κακοµεταχειρίζωνται. Τότε µαλλώσαµεν. 'Εστειλε "και πήγα µέσα. ""Τι θέλεις; µου λέγει. -Να µ' ακούσης• την κατάστασή µου " την ξόδιασα, τα υποστατικά µου και σπίτι µου τα 'χασα. Εικοσιέξι ανθρώπους πήγαν να µας κρεµάσουνε, µόνος-µου γλύτωσα. Εβδοµήντα-πέντε ηµέρες µε τυραγνούσαν µε σίδερα εις τα ποδάρια κι' άλλους παιδεµούς να µαρτυρήσω το µυστικόν της Εταιρίας, τρόµαξα να γλυτώσω. Πέντε πληγές πήρα εις τον αγώνα της πατρίδας. Τούτα τ' άρµατα δεν µου τα ντρόπιασε ο Θεός, οπού τα 'χω από δέκα-πέντε χρονών παιδί -θέλει να µου τα ντροπιάση ο Κυβερνήτης της πατρίδας µου. Λάβε τα. ('Εβγαλα το σπαθί, τις πιστιόλες τα 'βαλα 'σ το τραπέζι). Κάµε ό,τι αγαπάς τώρα• στείλε µε εκεί οπού θέλεις (Παίρνει και µαταβαίνει οπίσου τ' άρµατα εις το ζουνάρι µου). ∆εν τα θέλω, του λέγω. Κάµε µου όρκον ότι δεν µε ντροπιάζεις, κ' έτζι τα βαίνω απάνου "µου"". Τότε µο' 'καµεν όρκο και τα πήρα κ' έφυγα. Και δεν έκαµεν εξορία και" τους άλλους στρατιωτικούς και πολιτικούς ούτε από τ' 'Αργος, ούτε από τ' Ανάπλι…».
Ο Μακρυγιάννης δεν στράφηκε ποτέ εναντίον του παρά μόνο τον τελευταίο καιρό που σκέφτηκε να καταλάβει το Παλαμήδι, για να αναγκάσει τον Καποδίστρια να καλέσει Εθνοσυνέλευση και να παραχωρήσει Σύνταγμα, χωρίς να χυθεί αδερφικό αίμα. Το σχέδιο του όμως αυτό δεν εγκρίθηκε από τους αντικυβερνητικούς και τελικά ο Καποδίστριας έπεσε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831, στις 06:35’ στην είσοδο του ναού του Αγίου Σπυρίδωνος από τα πυρά των Μαυρομιχαλαίων, αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό. Για ενάμιση περίπου χρόνο μέχρι τον ερχομό του Όθωνα θα επικρατήσει μεγάλη αναρχία με την αποτυχημένη διακυβέρνηση του αδερφού του Αυγουστίνου Καποδίστρια και ο Μακρυγιάννης θα ταχθεί ανοικτά πια με τους Συνταγματικούς και θα εμπλακεί πάλι στον εμφύλιο την ωμότητα του οποίου περιγράφει στο Γ’ κεφάλαιο του Β΄ βιβλίου. Κινδύνευσε τότε πάλι η ζωή του, αποσύρθηκε με τους ομοϊδεάτες του στη Περαχώρα της Κορίνθου και επανήλθε στο Άργος και στο Ναύπλιο, προσπαθώντας να αναχαιτίσει τα πάθη και να περιορίσει τα έκτροπα. Στην συμπλοκή που έγινε στο Άργος ανάμεσα σε ατάκτους και στη γαλλική φρουρά και είχε θύματα περίπου τριακόσιους Έλληνες, στην πλειονότητά τους αθώους και εξήντα πέντε Γάλλους, ο Μακρυγιάννης μεσολάβησε, για να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Οι Γάλλοι τότε αφόπλισαν όλους τους στρατιωτικούς μαζί και τον Μακρυγιάννη. Ο στρατηγός διαμαρτυρήθηκε έντονα για μια ακόμη φορά και κατόρθωσε να πάρει πίσω τα όπλα των αγωνιστών και να κερδίσει και την φιλία των Γάλλων. Τότε αγανακτισμένος έγραψε το παρακάτω βαθυστόχαστο κείμενο που απεικονίζει με μοναδικό τρόπο τη στάση των Ευρωπαίων απέναντι στους Έλληνες και είναι πολύ επίκαιρο.
«Χάριτες µεγάλες χρωστάγει η πατρίδα 'σ όλους τους ευεργέτες και καταξοχή 'σ αυτούς τους γενναίους κι' αγαθούς άντρες. 'Οτι αυτείνοι, αφού οι συνεισφορές τους ήταν κι' όντως µεγάλες και µας ανάστησαν εις τα δεινά µας, δεν θυσιάσαν ποτές δόλο κι' απάτη, να κατατρέχουν πεθαµένους ανθρώπους οι ζωντανοί και οι αντρείγοι• δεν θέλουν την γης και την θάλασσα να την ρουφήσουν αυτείνοι, να µην ζήσουν άλλοι δυστυχείς και κατασκλαβωµένοι και καταφρονεµένοι τόσους αιώνες. Αφού ο Θεός τους λυπήθη και θέλει να τους αναστήση, οι άνθρωποι τους καταπολεµούν να τους φάνε, να τους χάσουνε, να τους σβύσουνε να µην ξαναειπωθούν 'Ελληνες. Και τι σας έκαµεν αυτό τ' όνοµα των Ελλήνων εσάς των γενναίων αντρών της Ευρώπης, εσάς "των προκοµµένων, εσάς των πλούσιων; 'Ολοι οι προκοµµένοι άντρες των παλαιών" Ελλήνων, οι γοναίγοι όλης της ανθρωπότης, ο Λυκούργος, ο Πλάτων, ο Σωκράτης, ο Αριστείδης, ο Θεµιστοκλής, ο Λεωνίδας, ο Θρασύβουλος, ο ∆ηµοστένης και οι επίλοιποι πατέρες γενικώς της ανθρωπότης κοπιάζαν και βασανίζονταν νύχτα και ηµέρα µ' αρετή, µε 'λικρίνειαν, µε καθαρόν ενθουσιασµόν να φωτίσουνε την ανθρωπότη και να την αναστήσουν να 'χη αρετή και φώτα, γενναιότητα και πατριωτισµόν. 'Ολοι αυτείνοι οι µεγάλοι άντρες του κόσµου κατοικούνε τόσους αιώνες εις τον 'Αδη 'σ έναν τόπον σκοτεινόν και κλαίνε και βασανίζονται δια τα πολλά δεινά οπού τραβάγει η δυστυχισµένη µερική πατρίδα τους. Χάνοντας αυτείνοι, εχάθη και η πατρίδα τους η Ελλάς, έσβυσε τ' όνοµά της. Αυτείνοι δεν τήραγαν να θησαυρίσουνε µάταια και προσωρινά, τήραγαν να φωτίσουν τον κόσµο µε φώτα παντοτινά. 'Εντυναν τους ανθρώπους αρετή, τους γύµνωναν από την κακή διαγωή• και τοιούτως θεωρούσαν γενικώς την ανθρωπότη και γένονταν δάσκαλοι της αλήθειας. Κάνουν και οι µαθηταί τους οι Ευρωπαίοι την ανταµοιβή εις τους απογόνους εµάς -γύµναση της κακίας και παραλυσίας. Τέτοι' αρετή έχουν, τέτοια φώτα µας δίνουν. Μια χούφτα απογόνοι εκεινών των παλαιών Ελλήνων χωρίς ντουφέκια και πολεµοφόδια και τ' άλλα τ' αναγκαία του πολέµου ξεσκεπάσαµεν την µάσκαρα του Γκραν-Σινιόρε, του Σουλτάνου, οπού 'χε εις το πρόσωπόν του κ' έσκιαζε εσέναν τον µεγάλον Ευρωπαίον. Και του πλέρωνες χαράτζι εσύ ο δυνατός, εσύ ο πλούσιος, εσύ ο φωτισµένος, και τον έλεγες Γκραν-Σινιόρε, φοβώσουνε να τον ειπής Σουλτάνο. 'Οταν ο φτωχός ο 'Ελληνας τον καταπολέµησε ξυπόλυτος και γυµνός και του σκότωσε περίτου από τετρακόσες-χιλιάδες ανθρώπους, τότε πολέµαγε και µ' εσένα τον χριστιανόν µε τις αντενέργειές σου και τον δόλο σου και την απάτη σου κ' εφόδιασµα τις πρώτες χρονιές των κάστρων. Αν δεν τα 'φόδιαζες εσύ ο Ευρωπαίγος, ήξερες που θα πηγαίναµεν µ' εκείνη την ορµή. 'Υστερα µας γιοµώσετε και φατρίες -ο Ντώκινς µας θέλει 'Αγγλους, ο Ρουγάν Γάλλους, ο Κατακάζης Ρούσσους• και δεν αφήσετε κανέναν 'Ελληνα -πήρε ο καθείς σας το µερίδιόν του• και µας καταντήσετε µπαλαρίνες σας• και µας λέτε ανάξιους της λευτεριάς µας, ότι δεν την αιστανόµαστε. Το παιδί όταν γεννιέται, δεν γεννιέται µε γνώση• οι προκοµµένοι άνθρωποι το αναστήνουν και το προκόβουν. Τέτοια ηθική είχετε εσείς και προκοπή, τέτοιους καταντήσετε κ' εµάς τους δυστυχείς».
Πριν αρκετά χρόνια αυτό το κείμενο υπήρχε στα Κείμενα της Λογοτεχνίας της Α’ Λυκείου. Τώρα τέτοια κείμενα λείπουν και οι μαθητές χάνουν την επαφή με τον γνήσιο λαϊκό λόγο και την αιχμηρή πολιτική σκέψη. Γιατί;…
Ανακεφαλαιώνοντας, ο Μακρυγιάννης επιζητούσε μια δίκαιη κυβέρνηση για την πατρίδα του με νόμους και τα δύο πρώτα χρόνια ήταν ευχαριστημένος από τον Καποδίστρια. Στη συνέχεια όμως η μη παραχώρηση συντάγματος και ο συγκεντρωτισμός του Κυβερνήτη από τη μια, που ήταν ως ένα βαθμό δικαιολογημένος λόγω της έκρυθμης κατάστασης, καθώς και η εύνοια του προς μια ορισμένη πολιτική μερίδα ήταν οι λόγοι που τον απομάκρυναν από την Κυβέρνηση. Τα ίδια θα συμβούν μετά από λίγο με τη Αντιβασιλεία και τον Όθωνα, μόνο που ο Μακρυγιάννης θα κατορθώσει να αποφύγει τη δολοφονία του βασιλιά, ενώ δεν κατάφερε να κάνει το ίδιο με τον Καποδίστρια…
(συνεχίζεται)