Αν ο Γιάννης Μακρυγιάννης το 1821 στην Ήπειρο έζησε επικές στιγμές δίπλα σε γενναίους οπλαρχηγούς, τον Γώγο Μπακόλα, τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, τον Μάρκο Μπότσαρη και πολλούς άλλους ακόμα και τους είδε όλους ενωμένους και μονοιασμένους στον κοινό αγώνα για την ελευθερία της Πατρίδας, το 1822 και 1823 στην Ανατολική Ελλάδα και στην Αθήνα θα γνωρίσει και το άλλο πρόσωπο, το σκληρό, πολλών γενναίων αγωνιστών και δόλιων πολιτικών και θα ζήσει εκ του σύνεγγυς τις κομματικές διαιρέσεις και τις δολιοφθορές χωρίς ο ίδιος να συμμετάσχει σε όλα αυτά τα ανόσια έργα.
Του Στέργιου Πουρνάρα, φιλολόγου
Προέδρου Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Π.Ε. Γρεβενών
Με μεγάλη πίκρα και μεγάλη αγωνία τα αφηγείται όλα αυτά και κάνει τα πάντα να συμφιλιώσει τους αγωνιστές. Στην Αθήνα μάλιστα θα αναδείξει την ηθική του αρετή, το φιλαθήναιον πνεύμα του και τη φροντίδα του για τη νομική και ηθική τάξη, γεγονός που θα τον κάνει ιδιαίτερα αγαπητό και δημοφιλή και θα αναπτύξει δεσμούς ζωής ακατάλυτους με τους Αθηναίους πολίτες.
Στις αρχές του 1822 μέσα από τις φλόγες του Αγώνα αναδείχτηκαν μεγάλοι ηγέτες στην Στερεά Ελλάδα ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και ο Γιάννης Γκούρας και στην Πελοπόννησο ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Νικηταράς. Όλοι αυτοί οι οπλαρχηγοί μαζί με τον Δημήτριο Υψηλάντη είχαν μεγάλη αίγλη και ήταν πολύ δημοφιλείς, γεγονός που ανησύχησε τους πολιτικούς και ιδιαίτερα τον Ιωάννη Κωλέτη και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Εν τω μεταξύ είχε καταφτάσει στη Λαμία ο Δράμαλης με το ασκέρι του και ήθελε να περάσει στο Μοριά, για να καταπνίξει την Επανάσταση. Ο Μακρυγιάννης δεν θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο ακόμα, αλλά ως κεφαλή τεσσάρων χωριών των Σαλώνων, θα συμμετάσχει στις μάχες που έγιναν εκείνη την εποχή υπό τις οδηγίες του Οδυσσέα Ανδρούτσου, του οποίου θα κερδίσει τη συμπάθεια. Αναγνωρίζει τις μεγάλες στρατηγικές ικανότητες του και καταλαβαίνει ότι ο Άρειος Πάγος που διοικούσε την Ανατολική Ελλάδα και κυρίως ο Ιωάννης Κωλέτης που γνώριζε καλά την αξία του Ανδρούτσου από τότε που υπηρετούσαν και οι δύο στην αυλή του Αλή πασά, επιθυμούσε την εξόντωση, όχι μόνον τη δική του αλλά και άλλων λαοπρόβλητων οπλαρχηγών. Προσπαθούσε με συκοφαντίες και ψεύδη να στρέψει τον ένα εναντίον του άλλου για να αλληλοεξοντωθούν. Έτσι άφησαν αβοήθητο τον Οδυσσέα στις μάχες και, όταν αυτός διαμαρτυρήθηκε, του ζήτησαν να παραιτηθεί. Όλα αυτά τα αφηγείται ο Μακρυγιάννης με πολύ μεγάλη πίκρα και αγωνία για την τύχη της Επανάστασης και θεωρεί κύριο φταίχτη τον Κωλέτη. «Μαθητής των Τούρκων και κατεξοχή του τύραγνου Αλήπασσα, τέτοια φώτα σαν εκεινού θα δώση εις την πατρίδα και τέτοια έργα να 'νεργήση. 'Οταν κιντυνεύει η πατρίς, αυτός κατατρέχει τους άξιους ανθρώπους, τους κατατρέχει αυτός και οι φίλοι του, οπού 'ναι Αργειοπαγίτες». Απ’ την άλλη μεριά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος κατέτρεχε τον άλλο μεγάλο ήρωα τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, επειδή δήθεν συνεργαζόταν με τους Τούρκους και αυτό εξόργισε πάρα πολύ τον Μακρυγιάννη που τον επικρίνει με πολύ προσβλητικές εκφράσεις. «Ο Εκλαµπρότατος, το ζυµάρι των Τούρκων, ο δουλευτής αυτείνων, των Τούρκων, ο Μαυροκορδάτος, ο αγαπηµένος των τύραγνων, κατάτρεχε τον Καραϊσκάκη να τον καταδικάση εις θάνατον! Χαζίρι τ' αργαλεία της δικαιοσύνης του και της αρετής του να τον πάνε εις τον 'Αδη, αφού γλύτωσε από τόσες πληγές και δυστυχίες, οπού υπόφερε δι' αυτείνη την πατρίδα. Σκότωµα τον Καραϊσκάκη, ότι δεν είναι κόλακας του Μαυροκορδάτου, δεν είναι ποταπός καθώς εκείνοι οπού τον κολακεύουν».
Ζητάει συγνώμη από τους αναγνώστες για τη σκληρή του γλώσσα αλλά λυπάται για τους αγωνιστές που θυσιάστηκαν για την Πατρίδα και δεν δικαιώθηκαν. Ακόμα και στις μέρες του, όταν άρχισε τη συγγραφή των Απομνημονευμάτων, κατέτρεχαν τους απογόνους των αγωνιστών. «Συχωράτε µε, αναγνώστες, οπού 'φυγα από το προκείµενον. Μη στοχάζεστε ότ' είµαι ή γόητας, είτε φαντασµένος, είτε εγώ αδικηµένος. Λυπούµαι και γράφω αυτά ότι ήτανε πέντε αδέλφια κ' έµεινε ένας µόνον από το ντουφέκι• και οι άνθρωποί τους ήτανε τόσον καιρόν σκλαβωµένοι και σώθη µία γυναίκα µόνον κι' αυτείνη πείναγε• κ' εκείνοι οπού τους ζήταγε ψωµί θέλαν να κάµουν το κέφι τους να της δώσουνε να φάγη. Κι' αυτό κι' άλλα πολλά τοιούτα µ' έκαµαν να βγω από το προκείµενον. 'Οτι τα τοιούτα δεν λευτερώνουν πατρίδα, την χάνουν• κ' έχω σκοπόν να ζήσω κ' εγώ 'σ αυτείνη την πατρίδα. 'Οτι έχω τόση αδύνατη φαµελιά και δεν 'πιτηδεύοµαι να κολακεύω τους δυνατούς. Και είµαι δυστυχής, και κλαίγω και την δυστυχισµένη µου πατρίδα, οπού δι' αυτείνη χύσαµε το αίµα µας αδίκως».
Ιδιαίτερα συγκινητικά και επαινετικά είναι τα λόγια για τους ήρωες του πρώτου χρόνου της Επανάστασης στην Αλαμάνα, στη Γραβιά και στα Βασιλικά: «Πατρίς, να µακαρίζης γενικώς όλους τους 'Ελληνες, ότι θυσιάστηκαν δια σένα να σ' αναστήσουνε, να ξαναειπωθής άλλη µίαν φορά ελεύτερη πατρίδα, οπού ήσουνε χαµένη και σβυσµένη από τον κατάλογον των εθνών. 'Ολους αυτούς να τους µακαρίζης. 'Οµως να θυµάσαι και να λαµπρύνης εκείνους οπού πρωτοθυσιάστηκαν εις την Αλαµάνα, πολεµώντας µε τόση δύναµη Τούρκων, κ' εκείνους οπού αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε µίαν µαντρούλα µε πλίθες, αδύνατη, εις το χάνι της Γραβιάς, κ' εκείνους οπού λυώσανε τόση Τουρκιά και πασσάδες εις τα Βασιλικά… Κι' ο περίφηµος γενναίος ∆ιάκος, αφού τελείωσε τον τζεµπιχανέ, καταπληγωµένον και µισοσκοτωµένον τον έλαβαν ζωντανόν οι Τούρκοι και τον παλούκωσαν. 'Σ την θέσιν οπού επέθανες εσύ Λεωνίδα, µε τους τρακόσους σου, πέθαναν κι' αυτείνοι δια την θρησκεία και πατρίδα». Βαθυστόχαστος, καθαρός και ειλικρινής λόγος, που μόνο από το στόμα ενός μεγάλου και γενναίου αγωνιστή και ενός τίμιου και αγνού πατριώτη μπορεί να βγει.
Αξίζει επίσης να αναφέρουμε και την επιτυχημένη προσπάθεια του Μακρυγιάννη να συμφιλιώσει τον Γκούρα με τον Οδυσσέα, όταν μετά την αποτυχημένη δεύτερη πολιορκία του κάστρου του Πατρατζικίου (Υπάτης), η κυβέρνηση έστειλε ένα «φραγκοφορεμένο ή φραγκοκαταραμένο», έτσι τον αποκαλεί, να στρέψει τον Γκούρα κατά του Οδυσσέα και, αφού τον σκοτώσει, να γίνει αυτός χιλίαρχος. Με βασικό επιχείρημα ως τίμιος φίλος του θα του πει την αλήθεια και ότι αυτή τη στιγμή η Πατρίδα τους χρειάζεται όλους με πολύ πειστικό λόγο (σελ. 153-154) του ανέφερε ότι αυτή η τακτική θα οδηγήσει στην αλληλοεξόντωση και στο χαμό της Επανάστασης. Έτσι κέρδισε και την φιλία του Γκούρα αλλά και την εμπιστοσύνη του Οδυσσέα: «Του είπε ο Κοµνάς τα αίτια κι' ότι εγώ τα συβίβασα και δεν είχε πού να µε βάλη ο ∆υσσέας».
Από τον Ιούνιο μέχρι και τον Αύγουστο του 1822 θα πάρει μέρος με επιτυχία στον κλεφτοπόλεμο κατά των τουρκικών σωμάτων που ανεφοδίαζαν τον Δράμαλη, ο οποίος είχε περάσει εντωμεταξύ στο Μοριά και στα τέλη Αυγούστου θα πάει με τον Οδυσσέα και τον Γκούρα στην Αθήνα για να καταλάβουν την Ακρόπολη, παρόλο που ο ίδιος προτιμούσε τις μάχες με το ορδί, δηλαδή με τις ορδές των Τούρκων στα στενά. Εκεί όμως θα ξεδιπλώσει άλλες αρετές και θα καταστεί ιδιαίτερα αγαπητός στους Αθηναίους.
Στην Αθήνα
«Ο Μακρυγιάννης συνεδέθη αρρήκτως προς την ένδοξον πόλιν και τον λαόν αυτής, ού έκτοτε υπήρξε πιστός φίλος, αφωσιωμένος υποστηρικτής, άξιος αρχηγός, ισχυρός προστάτης και συμπολίτης πολυτίμητος. Το φιλαθήναιον του Μακρυγιάννη υπήρξε μία των καλλίστων αρετών αυτού. Ο τραχύς ούτος στρατιωτικός, ο αγνός αλλά τραχύς το ήθος, ο σώφρων αλλ' ακαλλιέργητος το πνεύμα, προσηρμόσθη θαυμασίως εις τον βίον του αγαθού και προηγμένου εν τη ημερώσει Αθηναϊκού λαού. Ανεδείχθη δε όχι μόνον γενναίος και έμπειρος στρατηγός αυτού εν πολέμω, μη ευτυχήσαντος αυτού να έχει αυτόχθονα τοιούτον, αλλά και εν ειρήνη επρωτοστάτησεν έκτοτε πάσης της πολιτικής εν Αθήναις ζωής» αναφέρει στον πρόλογο των Απομνημονευμάτων ο Γιάννης Βλαχογιάννης ο πιο αξιόπιστος μελετητής της ζωής και του έργου του. Πράγματι από τη στιγμή που έφτασε ο Μακρυγιάννης στην Αθήνα και ανέλαβε πρώτα αντιφρούραρχος της Ακρόπολης, με φρούραρχο τον φίλο του μέχρι τότε Γιάννη Γκούρα και αργότερα πολιτάρχης με αστυνομικά καθήκοντα στην πόλη των Αθηνών, δεν έπαυσε να αγωνίζεται τόσο για περιορίσει την φιλάρπαγα διάθεση των συναγωνιστών του και ειδικά του Γκούρα και του Μαμούρη, όσο και να διασφαλίσει τη νομική και την ηθική τάξη στους Αθηναίους που είχε διασαλευτεί. Αφηγείται με μεγάλο πόνο στο πέμπτο κεφάλαιο τις ωμότητες των συναγωνιστών του προς τους κατοίκους της πόλης και των περιχώρων, αλλά τις δικές του σκληρές αλλά αποτελεσματικές ενέργειες κατά της οπλοφορίας, της κλοπής και της πορνείας (σελ. 164 – 167). Τα κίνητρα του ήταν εθνικά και πατριωτικά χωρίς καμιά προσωπική ωφέλεια και ιδιοτέλεια και γι’ αυτό συγκρούστηκε και με τον Οδυσσέα και με τον Γκούρα, όταν τους είπε ότι πρώτη προτεραιότητα ήταν ο ανεφοδιασμός της Ακρόπολης για να είναι έτοιμο το κάστρο σε ενδεχόμενη επίθεση των Τούρκων. Αναγκάστηκε να κάνει μια Επιτροπή με έξι αξιωματικούς του Οδυσσέα και έξι του Γκούρα για να τους πιέσει να πληρώσουν τους μισθούς των αγωνιστών. Σιγά σιγά άρχισαν οι συγκρούσεις που ύστερα από ένα χρόνο περίπου θα οδηγήσουν στη τελική ρήξη τόσο με τον Γκούρα, όσο και με τον Οδυσσέα.
Ο Μακρυγιάννης όμως ποτέ δεν έπαυσε να τους συμβουλεύει και τους δύο για να περιορίσουν την αυταρχική συμπεριφορά και τον σφετερισμό της περιουσίας των Αθηναίων, αλλά αυτοί τον έβλεπαν ανταγωνιστικά και τον υποπτεύονταν. Όταν του πρότεινε ο Οδυσσέας να βγάλουν από τη μέση καμιά εικοσαριά αγκάθια και να γίνουν απόλυτοι κύριοι της περιουσίας τους και της πόλης, αυτός του είπε τα εξής: «'Οµως θα κάµωµε πατρίδα µ' αυτά, θα λευτερωθούµε "έτζι; Αυτά είναι τυραγνικά πράµατα και δεν σου φέρνουν υπόληψη." Χάνεται τ' όνοµά σου. ∆εν θα ειπούνε ότι ο Γκούρας το 'καµε, ούτε ο "Μακρυγιάννης ""το 'καµε ο ∆υσσέος"", θα ειπούνε. Εσύ είσαι ο αρχηγός µας " "και δια σένα θα ειπούνε. Ξέρεις τι σε συβουλεύω; Να πάρης χίλιους, δυο-χιλιάδες" ασκέρι -να είµαι ο χερότερος εγώ -και να πας να πολεµήσης δια την πατρίδα, να την σώσης, και εσύ να δοξαστής και να σε λένε ευεργέτη, κατά τ' όνοµα οπό' 'χεις. Και τέτοια θέλω να κάνης εσύ κι' όχι ν' ακώ τυραγνικά πράµατα. Κι' αυτά να µη µατά τα ειπής. Κ' εγώ βιον δεν "θέλω"". Τότε λέγει ο Γκούρας• ""Βρε, τι σε πονεί το κεφάλι σου και µιλείς " "µε τον Μακρυγιάννη; Αυτός καµµίαν 'πιτροπή θέλει να φκειάνη ν' ανακατώνη " "τους ανθρώπους και µε τους Αθηναίους του έχει το είναι του"». Πάντως τον Οδυσσέα τον θεωρεί γνωστικότερο από όλους, αλλά δεν άκουγε τις φρόνιμες συμβουλές: «Τον ∆υσσέα τον ζήλευαν όλοι οι αρχηγοί και τον κατάτρεχαν εις την Αθήνα. Οι Αθηναίοι κι' άλλοι καµπόσοι από άλλες επαρχίες τον χεροτόνησαν αρχιστράτηγον της Ανατολικής Ελλάδος. Τότε τον ζήλευαν περισσότερον οι οχτροί του. Είναι αλήθεια, ήταν γνωστικώτερος από τους άλλους, όµως όποτε εύρισκε άνθρωπον να του µιλήση φρόνιµα και πατριωτικώς, τον κατάτρεχε. 'Ακουγε κι' αυτός κι' ο Γκούρας το κακό. Κ' εκείνοι οπού τους πλησιάζαν έκαναν µε το µέσο το δικό-τους τα κακά τους θελήµατα».
Τον Οκτώβριο του 1882 οι Τούρκοι είχαν οργανωθεί και έκαναν νέα επίθεση στα μέρη της Λιβαδειάς. Όταν ο Οδυσσέας με άλλους αγωνιστές δεν μπόρεσαν να τους αποκρούσουν στη μάχη στο Δαδί, βλέποντας ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα, έκανε μια ψεύτικη συνθηκολόγηση με τον γνωστό του από την αυλή του Αλήπασα Τζελαλεντίμπεη ότι δήθεν θα παραδοθούν τα χωριά, αν οι Τούρκοι αποτραβηχτούν στο Ζητούνι (Λαμία). Πέτυχε μάλιστα να αφήσουν πίσω ό, τι είχαν αρπάξει από τους κατοίκους, για να τους καλοπιάσουν. Για όλα αυτά ο Μακρυγιάννης επαινεί τον Οδυσσέα και τον θεωρεί μεγάλο αρχηγό: «Αυτούς λένε ανθρώπους σηµαντικούς• και καλό κάν'νε και κακό. Είναι όµως λιγώτερον το κακό αυτεινών και πολύ το καλό• σώνουν πατρίδα, 'σ το καλό• 'σ το κακό, βλάβουν άτοµα. Ο άνθρωπος είναι και δια το καλό και δια το κακό. 'Οταν κάνη λίγο κακό και µεγάλο καλό, ο Θεός τον συχωράγει».
Στην Αθήνα συνεχίζονταν οι καταχρήσεις και οι αυθαιρεσίες και ο Μακρυγιάννης έκανε μια ύστατη προσπάθεια να μεταπείσει τον φίλο του τον Γκούρα, θεωρώντας, όπως λέει, «την πατρίδα και τη θρησκεία το γλυκώτερον πράγμα»: «Και µε τους κόλακας και κλέφτες κι' απατεώνες βέβαια η πατρίς κιντύνεψε και θα κιντυνέψη. Τα σηµειώνω κ' εγώ εδώ ίσως εσείς οι µεταγενέστεροι, σαν ιδήτε την αρετή µας, θα είστε 'λικρινώτεροι δια την πατρίδα. Γλυκώτερον πράµα δεν είναι άλλο από την πατρίδα και θρησκεία. 'Οταν δι' αυτά τον άνθρωπον δεν τον τύπτη η συνείδησή του, αλλά τα δουλεύη ως τίµιος και τα προσκυνή, είναι ο πλέον ευτυχής και πλέον πλούσιος. Τον αδελφό µου το Γκούρα τον έπιασα µια ηµέρα και του είπα, ως αδελφός του 'λικρινής, καµπόσες διάτες, ό,τι µο' 'κοβε το κεφάλι µου. Του "είπα• ""Εδώ εις την Αθήνα είναι πλούτη και δόξα συντροφεµένα, είναι κι' " ατιµία κι' αρπαγή• κι' όποιο απ' αυτά αγαπάγη µπορεί να πάρη ο καθείς, και καταξοχή εσύ οπού µπορείς να ωφελήσης και να ζηµιώσης εις την θέσιν οπού 'ναι η πατρίδα. Η πατρίς µας (του είπα) έχει µεγάλον αγώνα κ' έχει την ανάγκη µας να την δουλέψωµε τώρα και να µας δοξάση, όταν ησυχάση, αναλόγως τον καθέναν κατά την θέσιν οπού βρίσκεται και την ικανότη οπού έχει και την αρετή οπού θα δείξη. Τώρα η πατρίς είναι εις αυτείνη την κατάστασιν• κ' εδώ εις την Αθήνα φαίνεται και η δούλεψη του κάθε-ενού και η κατάχρηση, ότι καθηµερινώς έρχονται ξένοι άνθρωποι και παρατηρούνε τους σηµαντικούς ανθρώπους, αν πατριωτικώς δουλεύουν ή δολερώς. Κι' από αυτά φωτίζονται οι ξένοι• αν δουλεύωµε δια λευτεριά, µας βοηθούνε οι φιλάνθρωποι, κι αν δουλεύωµε δια ληστείαν, µας µουτζώνουν. Κι' αν φερθής πατριωτικώς καταξοχή εσύ, οπού 'σαι κεφαλή εδώ, να η δόξα σου, να η ευτυχία της πατρίδος -να και η δυστυχία αυτεινής κ' εµάς, αν φερθής "αλλοιώτικα"". Κάµποσον καιρόν µ' άκουσε. 'Υστερα εκείνοι που τον τρογύριζαν" είχαν ανάγκη να βαίνουν να ψήνη αυτός το σφαχτό κι' αυτοί χαζίρι να το τρώνε. Πιάστηκαν δι' αυτά, µαλλώσαµε, ήρθε να µε πολεµήση• κλείστηκα κάτου εις το σπίτι µου• ήρθαν και οι Αθηναίοι, πολλοί, µ' εµένα να µου βοηθήσουν, αν µ' ακολουθήση τίποτας».
Αφού απέτυχε και αυτή η ύστατη προσπάθειά του, το 1823 ο Μακρυγιάννης με εκατόν πενήντα άνδρες πηγαίνει στη Σαλαμίνα, όπου συναντάει τον Νικηταρά και μαζί του συνέτρεξαν τον Οδυσσέα στη νικηφόρα μάχη της Βελίτσας. Ξαναγυρίζει για λίγο στην Αθήνα και μετά από λίγο, επειδή δεν ήθελε να αναμειχθεί στη νέα διαμάχη που είχε ξεσπάσει εντωμεταξύ ανάμεσα στους δύο παλιούς του φίλους φεύγει οριστικά για την Πελοπόννησο, παρόλο που ο Οδυσσέας τον παρακαλούσε να γυρίσει κοντά του. Ας παρακολουθήσουμε την απάντηση του, στη οποία επικρίνει σφοδρά και έναν δολοπλόκο Ρώσο ιερέα, τον Κάρπο Παπαδόπουλο που με τις ενέργειές του έβλαψε πολύ τον Οδυσσέα: «Τότε σηκώθηκα κ' εγώ µίαν νύχτα, πήρα τους ανθρώπους µου κι' άλλους καµπόσους αυτεινού και του Γκούρα και δια-νυχτός πήγα εις τον ∆ράκον κι' από-κεί έπιασα ευτύς καϊκια και µπαρκαριστήκαµε και πέρασα εις την Πιάδα τα 1823 Οκτωβρίου 25. Εβήκα εις την Πιάδα. 'Εστειλε ο ∆υσσέας κοντά µου να γυρίσω κι' ό,τι θέλω να µου δώση, ότ' ήταν αδύνατος. Του είπα εκείνου οπού ήρθε να του ειπή να κάτζη µε τον Κάρπον του. Αυτός ήταν ένας παπάς (ήρθε από την Ρουσσία)• όλους τους ανθρώπους τους ανακάτωνε εις τον ∆υσσέα. Το' 'διωξε όλον τον ταϊφά του• δόλιος και αιµοβόρος, οπού το' 'λεγες να κάµη κάναν Τούρκον χριστιανόν, αυτόν τον τούρκευε χερότερα. Αφού κυβέρνησε τ' ασκέρι του ∆υσσέα και τον έκαµε νοικοκύρη µε τις διάτες του, µπήκε ύστερα εις το ταχτικό κ' έκοψε τα γένια του. Μ' ανακάτεψε εις την Αθήνα µε τον ∆υσσέα• και κοντέψαµε κάποτε να σκοτωθούµε οι δυο µας εις το παζάρι δια το ψωµί, το ταϊνι, κι' αν δεν µο' 'δινε τα ταϊνια, (ότι τα µέραζε µόνος-του ο ∆υσσέας) θα σκοτωνόµαστε εξ-αιτίας αυτεινού του ποταπού. Κι' από αυτά έφυγα».
Έτσι λοιπόν βρέθηκε στην Πελοπόννησο ο Μακρυγιάννης για να αναμειχθεί τον ένα χρόνο με μεγάλο πόνο στους εμφυλίους πολέμους και τον άλλο να αναδείξει τις στρατηγικές του ικανότητες κατά του Ιμπραήμ πασά που είχε πάρει την εντολή από την Πύλη να καταπνίξει την Ελληνική Επανάσταση…
(συνεχίζεται)