Τα τρία επόμενα χρόνια στις μάχες κατά του Ιμπραήμ, στην πολιορκία της Ακρόπολης και στις μάχες του Πειραιά κατά του Κιουταχή θα διανύσει το πολεμικό στάδιο ο Μακρυγιάννης, με περισσότερη πείρα και σοφία, με απαράμιλλη αντρεία και ορμή, με πολεμικό μένος, θυμίζοντας τον ομηρικό Αχιλλέα στην άμυνα και στην επίθεση εναντίον του εχθρού και τον ομηρικό Οδυσσέα στις διαπραγματεύσεις με τον Ιμπραήμ, στην οχύρωση των Μύλων και στα στρατηγήματα κατά των Τούρκων στην πολιορκία της Ακρόπολης.
Του Στέργιου Πουρνάρα, φιλολόγου
Προέδρου Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Π.Ε. Γρεβενών
Η πολιορκία στο Νιόκαστρο
Έδειξε πολύ μεγάλη επιμονή και πείσμα στην άμυνα και στην προστασία μιας θέσης και όλοι ήξεραν ότι το πόστο του Μακρυγιάννη ήταν αδύνατο να το κερδίσει ο εχθρός, γιατί δεν θα το παρέδινε παρά μόνο νεκρός. Από την άλλη θαυμαστή ήταν η ταχύτητα, η ορμή και η μανία της επίθεσης ή της αντεπίθεσης «κόντρα γιρούσι» που ήξερε να τις πραγματοποιεί στον κατάλληλο καιρό με πολύ αποτελεσματικό τρόπο. Απόδειξη για όλα αυτά είναι οι μάχες που συνήψε με τους Τούρκους την τριετία 1825 – 1827.
Όταν ο Ιμπραήμ αποβιβάστηκε στην Μεσσηνία τον Φεβρουάριο του 1825, ο Μακρυγιάννης είχε διοριστεί πολιτάρχης της Αρκαδίας. Και ενώ η κυβέρνηση Κουντουριώτη αποφάσισε καθυστερημένα να εκστρατεύσει εναντίον του, ο Μακρυγιάννης μόνος του, χωρίς επίσημη εντολή και παρά τις διαμαρτυρίες των στρατιωτών του, πήγε και οχυρώθηκε στο παλιό Ναυβαρίνο, ύστερα από παράκληση του Ιωάννη ή Κατσή Μαυρομιχάλη. Εκεί αντιστάθηκε για επτά ημέρες, γιατί υπήρχε έλλειψη εφοδίων και η κατάστασή του ήταν πολύ κακή και στη συνέχεια οχυρώθηκε στο Νιόκαστρο μαζί με τον Γιωργάκη Μαυρομιχάλη, τον Γιατράκο και άλλους οκτακόσιους αγωνιστές. Αργότερα ήρθε και ο Χατζηχρήστος με τα παλικάρια του και δυνάμωσαν λίγο. Αλλά η πείνα και κυρίως η λειψυδρία δυσκόλευε πολύ την κατάσταση και ειδικά μετά την πτώση της Σφακτηρίας και την έλλειψη ενισχύσεων από την κυβέρνηση η οποία ήταν απλός παρατηρητής στα μετόπισθεν, ο Μακρυγιάννης γράφει με μεγάλη πίκρα: «Αυτείνη η 'µέρα, αδελφοί αναγνώστες, ήταν πολύ φαρµακερή δια την πατρίδα, οπού 'χασε τόσα παληκάρια και σηµαντικούς άντρες, στεργιανούς και θαλασσινούς• δια όλη την πατρίδα ήταν φαρµάκι εκείνη η 'µέρα και δια 'µάς πεθαµός, ότι χάσαµεν τους συντρόφους µας. Κι' ο πόλεµος αυγάτησε τώρα. Η θέση εκτεταµένη• εµείς ολίγοι. Και νερό τελείως. Κι' άγυπνοι νύχτα και ηµέρα. Και οι σηµαντικοί αρχηγοί της πατρίδος όλοι µας κάναν σίγρι από την ράχη• τόσες δύναµες µας έβλεπαν µε τα κιάλια αδιάφοροι σαν-να µην ήµαστε αδελφοί τους και συναγωνισταί τους. Μας βλέπαν κι' άκουγαν τον θρήνον των κανονιών µας, οπού πετζοκοβόµαστε. Γιόµωσε και το λιµάνι πνιµένους, σαν-να ήταν µπακακάκια εις τον βάλτο, έτζι πλέγαν κι αυτείνοι εις την θάλασσα. Και το νησί και τ' άλλα µέρη γιοµάτα κουφάρια σκοτωµένους». Σε αυτή τη μάχη σκοτώθηκαν πολλοί γενναίοι πατριώτες, ο υπουργός πολέμου Αναγνωσταράς, ο Τσαμαδός και κινδύνευσαν ο Σαχτούρης και ο Μαυροκορδάτος που την τελευταία στιγμή κατέφυγαν στο καράβι του Τσαμαδού και γλίτωσαν. Επαινεί εδώ τον Μαυροκορδάτο ο Μακρυγιάννης για την τόλμη του, προηγουμένως όμως τον έψεγε, γιατί διόρισε αρχηγό της εκστρατείας το Γ. Κουντουριώτη με αντιστράτηγο τον Σκούρτη, δύο απειροπόλεμους Νησιώτες γεγονός που δυσαρέστησε τους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς.
Έσφιγγε λοιπόν ο κλοιός γύρω από το Νιόκαστρο που ήταν το μόνο κάστρο που αντιστεκόταν και έγιναν πολλές και λυσσώδεις μάχες τις οποίες αφηγείται παραστατικά ο Μακρυγιάννης αλλά και πολλοί ξένοι παρατηρητές. Άντεξαν την πολιορκία μέχρι τον Μάιο, αλλά στη συνέχεια ο Μακρυγιάννης με φρόνηση και γενναιότητα έκλεισε την καλύτερη δυνατή συμφωνία με τον Ιμπραήμ και σώθηκαν οι εναπομείναντες αγωνιστές από βέβαιο θάνατο. Έτσι αφού πέρασε πρώτα από την Καλαμάτα, έφτασε μετά στη Τριπολιτσά, όπου απογοητεύτηκε και από τα παράπονα των στρατιωτών του. Να πώς τελειώνει το 7ο κεφάλαιο που αξίζει να το διαβάσετε για να απολαύσετε τη γραφή του Μακρυγιάννη, αλλά να μάθετε και λεπτομέρειες: «Πήγα εις την Τροπολιτζά. Με κλείσανε όσους είχα µαζί µου και εις Παλιοβαρίνους "και εις Αρκαδιά και µου λένε• ""'Οταν ήρθαµεν µ' εσένα είχαµεν" ασηµένια άρµατα• τώρα µας τα πήρε ο Μπραΐµης, όσοι ήµαστε εις Νιόκαστρο "κι' Αβαρίνους"". Με κλείνουν στενά• απολπίστηκα. 'Ηθελα να σκοτωθώ," να µην τραβάγω αυτά από Ρωµαίγους και Τούρκους. 'Εγραψα εις την Κυβέρνησιν το κακό• δανείστηκα, γυµνώθηκα ολότελα, και τους πλέρωσα εξ ιδίων µου». Παρόλα αυτά βρήκε το θάρρος και το πείσμα να αγωνιστεί στους Μύλους και αναδεικνύοντας όλες τις στρατηγικές του ικανότητες να πάρει την εκδίκησή του από τον «αφέντη Ιμπραήμ».
Η μάχη στους Μύλους
Στη μάχη των Μύλων η κυβέρνηση διόρισε αρχηγούς τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, αλλά η επιλογή και οχύρωση της θέσης και το σχέδιο της μάχης ήταν ιδέα και έργο του Γιάννη Μακρυγιάννη. Δυο ολόκληρες ημέρες πριν παρουσιαστούν οι αρχηγοί, ο Μακρυγιάννης με τα παλικάρια του επισκεύασε τα οχυρωματικά τείχη, επιδιόρθωσε τους δύο πύργους, έφερε μέσα στα τείχη το νερό και «συγυρίστηκε», όπως λέει και ο ίδιος για να περιμένει τον αφέντη του τον Ιμπραήμ. Να η πρώτη απάντηση στον Γάλλο πλοίαρχο Δεριγνύ, όταν του είπε ότι δεν θα μπορέσει να πολεμήσει τον Ιμπραήμ: «Και ήρθε ο ναύαρχος Ντερνύς πρωτύτερα. Πήγα και το' 'καµα βίζιτα και µου είπε ότι εγώ δεν "θα µπορέσω να πολεµήσω τον Μπραϊµη. Του είπα• ""Τέτοιες συνθήκες δεν " έκαµα όταν έφυγα από το Νιόκαστρο• ότι δεν είχα ζαϊρέ εκεί και θα τον "πολεµήσουµεν εδώ, να είµαστε και τα δυο µέρη χορτάτα"». Αξίζει να τονίσουμε ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις, ενώ είχαν μια φιλελληνική στάση από το 1823, ακόμα δεν είχαν ενεργό ανάμειξη υπέρ της Ελλάδας, αλλά ήταν απλοί παρατηρητές. Αργότερα και μετά την πτώση του Μεσολογγίου και της Ακρόπολης και ύστερα από πίεση των λαών της Ευρώπης θα πυρπολήσουν τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο στο Ναυαρίνο.
Πιο γνωστή και πιο αποστομωτική είναι η δεύτερη απάντηση στον Δεριγνύ: « Εκεί-οπού 'φκειανα τις θέσες εις τους Μύλους ήρθε ο Ντερνύς να µε ιδή. Μου λέγει• "Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσες είναι αδύνατες• τι πόλεµον θα κάµετε µε τον" "Μπραϊµη αυτού; -Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσες κ' εµείς, όµως είναι " δυνατός ο Θεός οπού µας προστατεύει• και θα δείξωµεν την τύχη µας 'σ αυτές τις θέσες τις αδύνατες. Κι' αν είµαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραϊµη, παρηγοριώµαστε µ' έναν τρόπον, ότι η τύχη µας έχει τους 'Ελληνες πάντοτε ολίγους. 'Οτι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεµούν να µας φάνε και δεν µπορούνε• τρώνε από 'µάς και µένει και µαγιά• Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν• κι' όταν κάνουν αυτείνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση οπού είµαστε σήµερα εδώ είναι τοιούτη• και θα ιδούµεν την τύχη µας οι αδύνατοι µε τους "δυνατούς. -""Τρε-µπιεν"", λέγει κι' αναχώρησε ο ναύαρχος». Δεν γνωρίζω αν υπάρχει καλύτερη λογοτεχνική αποτύπωση των αγώνων των Ελλήνων «παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία…τρώνε από ‘μας και μένει και μαγιά» με τόσο λιτό, μεστό και παραστατικό ύφος.
Το απόγευμα της 12ης Ιουνίου ήταν όλα έτοιμα και περίπου τριακόσιοι άντρες κατά τον Μακρυγιάννη – σύμφωνα με την Ιστορία του Ελληνικού έθνους τετρακόσιοι ογδόντα - ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Εκτός από τον αγαθό Υψηλάντη και τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη παρόντες ήταν ο Χατζημιχάλης, τα αδέρφια Χατζηστεφανής και Χατζηγιώργης και τριάντα τρία καράβια που έφεραν Κρήτες και Ψαριανούς και ήταν εκεί για να στηρίξουν τον αγώνα. Ο Μακρυγιάννης, επειδή έβλεπε ότι ορισμένοι δεν έφτιαχναν το πόστο τους και σκέφτονταν να φύγουν με την πρώτη δυσκολία, έπεισε τους αρχηγούς να στείλουν τα άλογα στο Ναύπλιο και τα καράβια να αποχωρήσουν. Τότε όλοι κατάλαβαν ότι η μοναδική ελπίδα σωτηρίας ήταν ο σκληρός αγώνας.
Το βράδυ οι άντρες του Μακρυγιάννη φύλαξαν σκοπιά στα καραούλια, αλλά οι άντρες των άλλων οπλαρχηγών μετά τα μεσάνυχτα άφησαν τα καραούλια και κοιμήθηκαν. Ο Μακρυγιάννης ξύπνησε τα χαράματα από ένα όνειρο και είδε την αυλή γεμάτη από άντρες της τουρκικής εμπροσθοφυλακής. Αμέσως πήρε πενήντα δικούς του θαρραλέους αγωνιστές και κατόρθωσε να τους απωθήσει. Ύστερα φάνηκε και ο Ιμπραήμ με έξι χιλιάδες στρατό και παρατάχτηκε για μάχη, αλλά λόγω της υπερβολικής ζέστης δεν έκανε την επίθεση. Το απογευματάκι όλα ήταν έτοιμα για τη μάχη. Το σχέδιο του Μακρυγιάννη ήταν να κρατήσει αυτός το κέντρο για να μπορεί να μοιράζει και τα πολεμοφόδια και τα άκρα ο Υψηλάντης με τον Μαυρομιχάλη. Την μάχη την προκάλεσε ο Μακρυγιάννης που πήγε και ερέθισε, όπως λέει ο ίδιος τους Τούρκους για να επιτεθούν. Ήταν πραγματικά πολύ πεισματώδης και κράτησε μέχρι τη δύση του ηλίου. Η νίκη έγειρε προς το μέρος των Ελλήνων, όταν αποφάσισαν να σκοτώνουν τους Τούρκους αξιωματικούς με αποτέλεσμα να αποθαρρυνθούν οι τουρκοαιγύπτιοι στρατιώτες. Σε μία αντεπίθεση των Τούρκων μάλιστα κινδύνευσε να αιχμαλωτιστεί και ο Μακρυγιάννης, για να περισυλλέξει το πτώμα ενός αγαπημένου του παλικαριού του Κατζούγια, το οποίο έθαψε στο πόστο. Οι Γάλλοι που θαύμασαν το θάρρος των Ελλήνων τους έστειλαν ένα βαρέλι ρούμι για να τους εμψυχώσουν. Στην τελευταία αντεπίθεση βοήθησε και ο Μήτρος Λιακόπουλος φίλος του Μακρυγιάννη και καλό παλικάρι με πενήντα άντρες. Ο Μακρυγιάννης τραυματίστηκε σοβαρά στο δεξί του χέρι, αλλά, αφού το έδεσε για να μην το δουν οι άλλοι, πολέμησε μέχρι τέλος.
Η νίκη αυτή ήταν πολύ σημαντική, γιατί αποδείχτηκε ότι ο Ιμπραήμ δεν ήταν ανίκητος, αν τον αντιμετώπιζαν με σχέδιο και με καλή οχύρωση. Επίσης άλλαξε τα σχέδια του Ιμπραήμ και σώθηκε το Ναύπλιο. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν δύο νεκροί και δύο τραυματίες, ενώ οι Τούρκοι έχασαν πάνω από πεντακόσιους στρατιώτες. Ο Μακρυγιάννης επαινεί το θάρρος και την αντρεία των αγωνιστών: «χάριτες χρωστάγει η πατρίδα ‘σ αυτούς τους γενναίους ανθρώπους και καλούς πατριώτες» και αλλού «όλοι παλιοί αξιωματικοί και στρατιώτες, πατριώτες πολλά γενναίγοι, όλοι καλοί». Η κυβέρνηση με εισήγηση του Υψηλάντη, τίμησε τους αξιωματικούς και ιδιαίτερα τον Μακρυγιάννη τον αρχιτέκτονα αυτής της νίκης που αγωνίστηκε γενναία και πληγώθηκε για δεύτερη φορά. Η κυβέρνηση θέλησε να του χαρίσει ένα χωριό: «Τους είπα: 'Οταν λευτερωθή η πατρίδα, όποιος κάµη τα χρέη του -η πατρίδα είναι δίκια. Τώρα κιντυνεύοµεν• και θέλει δουλειά κι' αγώνα η πατρίδα, κι' όταν "λευτερωθή, όλα τ' αγαθά είναι δικά-µας"". Σαν δεν θέλησα δια χωριόν, µο' 'δωσαν" ένα δώρον οπού δεν το 'χει κανένας άλλος στρατιωτικός, να 'χω δυο ανθρώπους, και να τους πλερώνη η Κυβέρνηση µιστούς και γεµεκλίκια, και δυο ταγές κριθάρι κι' άχερον δια τα ζώα µου κι' ένα σιτηρέσιον, πέντε γρόσια την ηµέρα, οπού µαζώνονταν αυτά όλα εις χρήµατα -όσα γένονται να τα λαβαίνω. Και τα λαβαίνω από την Κυβέρνηση. Τώρα οπού 'ρθε ο Κυβερνήτης θέλησε να τα κόψη και του πήγα το έγγραφον και τα 'πικύρωσε».
Ο Μακρυγιάννης έπαιρνε τις τιμές και τις αμοιβές από την πατρίδα οι οποίες όμως δεν ήταν χαριστικές, αλλά τις κέρδιζε με το γιαταγάνι του…
(συνεχίζεται)