Της είχαν πληγιάσει τα δάκτυλα. Το νερό, παγωμένο, έκαμε χωράφι στα χέρια της. Ξημέρωνε Πρωτοχρονιά, ετοίμαζε τα φύλλα της πίτας. Αλευρωμένος ο κλώστης, την κοίταγε με υπομονή. Πιστός.
ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ Ν. ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Μετά, καλαμπόκι στις κότες, ξύλα για τη φωτιά. Ν’ αλλάξει μποτίλια στο γκάζι.
Θυμήθηκε, ανάβοντας το φυτίλι της Παναγιάς, την αδελφή της. Χαμένη από το 47. Μνήσθητι Κύριε. Κάτω απ' το χιόνι να χαθούν οι κακίες μας.
Τα τσίγκια στο κατώγι πάλι στάζαν. Ποιός να τ’ αλλάξει; Έσφιξε την μαντήλα κι άρχισε να φουκαλνάει. Το δαδί τυλιγμένο σε "Ελληνικό Βορρά". Είχε τη σειρά της, τα ήθελε όλα στην αράδα.
Στην κάμαρα κοιμόταν ο εγγονός. Την είχε βάλει να κλειδώσει το ρολόι μέσα στα σαΐσματα, στην μεσάντρα. "Τ’ άτιμο το ξυπνητήρι" έλεγε γελαστός.
Να μπόραγε έτσι να κλείδωνε τον χρόνο, να τον κουκούλωνε για τα καλά, να τον σώπαινε.
Τα τσίγκια στο κατώγι πάλι στάζαν. Ποιός να τ’ αλλάξει; Έσφιξε την μαντήλα κι άρχισε να φουκαλνάει. Το δαδί τυλιγμένο σε "Ελληνικό Βορρά". Είχε τη σειρά της, τα ήθελε όλα στην αράδα.
Στην κάμαρα κοιμόταν ο εγγονός. Την είχε βάλει να κλειδώσει το ρολόι μέσα στα σαΐσματα, στην μεσάντρα. "Τ’ άτιμο το ξυπνητήρι" έλεγε γελαστός.
Να μπόραγε έτσι να κλείδωνε τον χρόνο, να τον κουκούλωνε για τα καλά, να τον σώπαινε.