Από τη συλλογή διηγημάτων ΕΝΩΜΕΝΑ ΜΥΣΤΙΚΑ εκδ. Γαβριηλίδης (2018) απόσπασμα από τη διήγηση «Μάνα, βαστούν τα γιαπράκια σαράντα μέρες…» που στηρίζεται σε μια αφήγηση του κ. Γιάννη Πλόσκα – τουπίκλην Γιαντς τσ’ Λένκους.
…………
Επίλογος.
-Το λοιπόν αγαπητέ μου…
Στη Λάρισα υπηρετούσε στην αεροπορία.
Ηρθαν τα Χριστούγεννα παραμονή, προπαραμονή κάτι τέτοιο, αλλά ελλείψει προσωπικού, άδειες δεν δινόταν άνευ μέσου.
Ως εκ τούτου το έσκασε από τα διάτρητα σύρματα, τις διόδους ελευθερίας των στρατιωτών, όταν εκ της πολυχρησίας τους μετασχηματίζονται σε φαντάροι. Η μάνα στο σπίτι τον περίμενε είχε ετοιμάσει τα γιαπράκια των εορτών και το όλον κλίμα ήταν για οικογενειακές τρυφερότητες απ’ αυτές που δεν χρειαζόταν δημόσια δαπάνη.
Προσπέρασε το πάρκο Αλκαζάρ και το εκεί πρακτορείο των ΚΤΕΛ, ότι ήταν εντελώς ανάργυρος στη τσέπη με τα πολιτικά ρούχα, και σήκωσε τα διεθνές δάκτυλο του ώτο στοπ. Και περνούσαν και περνούσανε τα τραμ, ταρατάμ ταρατατάμ, τα Ι.Χ, τα δημόσια μέσα, ώσπου χριστιανός τις, με ένα σεμνό όχημα κατέβασε το τζάμι.
-Για πού πατριώτη;
– Για της Κοζάνης τα σοκάκια με τα σπίτια τα ψηλά, θέλησε να του δείξει κάτι το διαφορετικό απ’ ό,τι ήταν, ανθυπολόγιος ας πούμε, όπως υποσμηνίας εισέτι. Το είχε φαίνεται η κλήρα του να το φέρνει και προς την ποίηση εκτός της μπαχαρικής, ελαιοχρωματιστικής, κηροπωλητικής κ.λπ.
– Εγώ για Φλώρινα. Εμπα.
– Κυρ’ κύριε, άρχισε χωρίς να ερωτηθεί, είμαι ένας φτωχός και τίμιος στρατιώτης, χωρίς δραχμή στη τσέπη, σκαστός από τη μονάδα χρονιάρες μέρες, άφησα όμως αντικαταστάτη μου• η μάνα μου με περιμένει καιρό τώρα, έφτιαξε και τα γιαπράκια -τα ξέρεις τα γιαπράκια μας κύριε ευγενικέ, είναι το απόλυτο φετίχ μας, που θα το λέει κι αργοτερότερα η κυρία αντιδημαρχίνα μας, μ’ αυτά φτιαχνόμαστε γενικώς και ειδικώς – γιαπρακούλι μου καλό, λεν οι ερωτευμένοι ένας τον άλλον όταν αρχίζουν ν’ αλληλοτρώγονται που λεν δηλαδή και δηλονότι- δεν γίνεται χωρίς αυτά Χριστούγεννα, δεν νοείται Χριστούγεννα χωρίς γιαπράκια, εκεί σ’ εμάς κι η μάνα μου ας με μάλωνε μικρόν: «Δεν θα γέντς προκοπή εσύ». Και τι να κάνω έφυγα σκαστός, αλλά άφησα σας το λέω αντικαταστάτη στη σκοπιά να μη κινδυνεύσει κι η πατρίδα από το σκασμό μου, κύριε…
Ελεγε, ξανάλεγε, επανερχόταν ένοιωθε κάπως κατηγορούμενος ενώπιον μιας πράξης που κάπως τον βάραινε.
Τον άκουγε ανέκφραστος, και το αζήτητο παραλήρημά του να μοιάζει με απολογία.
– Λοιπόν, είμαι αξιωματικός του Ελληνικό στρατού, τον άκουσε σαν να του έριχναν στην πλάτη νερό καυτό και στη συνέχεια κρύο. Ακουσε νεαρέ μου. Εγώ που τώρα κάθομαι και σ’ ακούω, σ’ έβαλα και στ’ αμάξι (πρώτο γοερό ένδον ωχ), να σε πάω στη μάνα σου που σου έφτιαξε και γιαπράκια, ορκίστηκα πίστη στην πατρίδα μέχρι θάνατου (διπλό ωχ ωχ). Θα την υπακούω ως την τελευταία ρανίδα της ζωής μου. Ουδεπόποτε θα έκανα κάτι εναντίον της ούτε μεγάλο πολύ δε περισσότερο ούτε μικρό. Γιατί τα μικρά και συνεχόμενα είναι αυτά που υπονομεύουν το έθνος. Είσαι ένας λιποτάκτης του ελληνικού στρατού (τριπλό ωχ, ωχ, ωχ) και ως εκ τούτου στρατοδικείο σε περιμένει κανονικό. Αν όλοι οι φρουροί της πατρίδος την κάνουν το ίδιο όπως η γιαπρακο-αναξιότης σου, τότε από τα προς Βορράν σύνορά μας θα ορμούσαν οι κομμουνιστέοι πεινάλες και οι κατσαπλιάδες οι οποίοι δεν φτάνει που έτρωγαν τις ρωσικές κονσέρβες, με τα κουτιά τους έσφαζαν και τους λαιμούς των Ελλήνων. Από δε την Ανατολή έτοιμη είναι κι η τουρκιά να μυρμηγκιάσει στους κάμπους της Θράκης, να πάρει πίσω ό,τι έχασε στους νικηφόρους μας βαλκανικούς πολέμους κ.λπ.
Τον άκουγε ζεματισμένος…
«Ολα αυτά εγώ τα έκανα», συλλογιζότανε. «Τότε θέλω σκότωμα».
Στον Τύρναβο πήρε στροφή για Λάρισα. Πίσω.
Αιχμάλωτος και θύμα της Χριστουγεννιάτικης ειρήνης θρηνούσε τη μοίρα, τη μάνα, τα γιαπράκια.
Τον παρέδωσε στην ΕΣΑ κι από κει κατευθείαν στο κρατητήριο. Πέσαν πάνω του κατά δεκάδες οι φυλακίσεις. Σύνολο μέρες σαράντα.
Στο τηλέφωνο η μάνα τον αναζητούσε.
– Αντε μπρε πιδί μ’ δεν θα ‘ναρθς;
– Αχ, μάνα βαστούν σαράντα μέρες τα γιαπράκια;
Είπε βαρυαλγών. Αυτή δεν πολυκατάλαβε αλλά επανήλθε στην από μακρού διαπίστωσή της.
– Δεν είπα ιγώ πως δεν θα γέντς προκοπή εσύ…
-Το λοιπόν αγαπητέ μου…
Στη Λάρισα υπηρετούσε στην αεροπορία.
Ηρθαν τα Χριστούγεννα παραμονή, προπαραμονή κάτι τέτοιο, αλλά ελλείψει προσωπικού, άδειες δεν δινόταν άνευ μέσου.
Ως εκ τούτου το έσκασε από τα διάτρητα σύρματα, τις διόδους ελευθερίας των στρατιωτών, όταν εκ της πολυχρησίας τους μετασχηματίζονται σε φαντάροι. Η μάνα στο σπίτι τον περίμενε είχε ετοιμάσει τα γιαπράκια των εορτών και το όλον κλίμα ήταν για οικογενειακές τρυφερότητες απ’ αυτές που δεν χρειαζόταν δημόσια δαπάνη.
Προσπέρασε το πάρκο Αλκαζάρ και το εκεί πρακτορείο των ΚΤΕΛ, ότι ήταν εντελώς ανάργυρος στη τσέπη με τα πολιτικά ρούχα, και σήκωσε τα διεθνές δάκτυλο του ώτο στοπ. Και περνούσαν και περνούσανε τα τραμ, ταρατάμ ταρατατάμ, τα Ι.Χ, τα δημόσια μέσα, ώσπου χριστιανός τις, με ένα σεμνό όχημα κατέβασε το τζάμι.
-Για πού πατριώτη;
– Για της Κοζάνης τα σοκάκια με τα σπίτια τα ψηλά, θέλησε να του δείξει κάτι το διαφορετικό απ’ ό,τι ήταν, ανθυπολόγιος ας πούμε, όπως υποσμηνίας εισέτι. Το είχε φαίνεται η κλήρα του να το φέρνει και προς την ποίηση εκτός της μπαχαρικής, ελαιοχρωματιστικής, κηροπωλητικής κ.λπ.
– Εγώ για Φλώρινα. Εμπα.
– Κυρ’ κύριε, άρχισε χωρίς να ερωτηθεί, είμαι ένας φτωχός και τίμιος στρατιώτης, χωρίς δραχμή στη τσέπη, σκαστός από τη μονάδα χρονιάρες μέρες, άφησα όμως αντικαταστάτη μου• η μάνα μου με περιμένει καιρό τώρα, έφτιαξε και τα γιαπράκια -τα ξέρεις τα γιαπράκια μας κύριε ευγενικέ, είναι το απόλυτο φετίχ μας, που θα το λέει κι αργοτερότερα η κυρία αντιδημαρχίνα μας, μ’ αυτά φτιαχνόμαστε γενικώς και ειδικώς – γιαπρακούλι μου καλό, λεν οι ερωτευμένοι ένας τον άλλον όταν αρχίζουν ν’ αλληλοτρώγονται που λεν δηλαδή και δηλονότι- δεν γίνεται χωρίς αυτά Χριστούγεννα, δεν νοείται Χριστούγεννα χωρίς γιαπράκια, εκεί σ’ εμάς κι η μάνα μου ας με μάλωνε μικρόν: «Δεν θα γέντς προκοπή εσύ». Και τι να κάνω έφυγα σκαστός, αλλά άφησα σας το λέω αντικαταστάτη στη σκοπιά να μη κινδυνεύσει κι η πατρίδα από το σκασμό μου, κύριε…
Ελεγε, ξανάλεγε, επανερχόταν ένοιωθε κάπως κατηγορούμενος ενώπιον μιας πράξης που κάπως τον βάραινε.
Τον άκουγε ανέκφραστος, και το αζήτητο παραλήρημά του να μοιάζει με απολογία.
– Λοιπόν, είμαι αξιωματικός του Ελληνικό στρατού, τον άκουσε σαν να του έριχναν στην πλάτη νερό καυτό και στη συνέχεια κρύο. Ακουσε νεαρέ μου. Εγώ που τώρα κάθομαι και σ’ ακούω, σ’ έβαλα και στ’ αμάξι (πρώτο γοερό ένδον ωχ), να σε πάω στη μάνα σου που σου έφτιαξε και γιαπράκια, ορκίστηκα πίστη στην πατρίδα μέχρι θάνατου (διπλό ωχ ωχ). Θα την υπακούω ως την τελευταία ρανίδα της ζωής μου. Ουδεπόποτε θα έκανα κάτι εναντίον της ούτε μεγάλο πολύ δε περισσότερο ούτε μικρό. Γιατί τα μικρά και συνεχόμενα είναι αυτά που υπονομεύουν το έθνος. Είσαι ένας λιποτάκτης του ελληνικού στρατού (τριπλό ωχ, ωχ, ωχ) και ως εκ τούτου στρατοδικείο σε περιμένει κανονικό. Αν όλοι οι φρουροί της πατρίδος την κάνουν το ίδιο όπως η γιαπρακο-αναξιότης σου, τότε από τα προς Βορράν σύνορά μας θα ορμούσαν οι κομμουνιστέοι πεινάλες και οι κατσαπλιάδες οι οποίοι δεν φτάνει που έτρωγαν τις ρωσικές κονσέρβες, με τα κουτιά τους έσφαζαν και τους λαιμούς των Ελλήνων. Από δε την Ανατολή έτοιμη είναι κι η τουρκιά να μυρμηγκιάσει στους κάμπους της Θράκης, να πάρει πίσω ό,τι έχασε στους νικηφόρους μας βαλκανικούς πολέμους κ.λπ.
Τον άκουγε ζεματισμένος…
«Ολα αυτά εγώ τα έκανα», συλλογιζότανε. «Τότε θέλω σκότωμα».
Στον Τύρναβο πήρε στροφή για Λάρισα. Πίσω.
Αιχμάλωτος και θύμα της Χριστουγεννιάτικης ειρήνης θρηνούσε τη μοίρα, τη μάνα, τα γιαπράκια.
Τον παρέδωσε στην ΕΣΑ κι από κει κατευθείαν στο κρατητήριο. Πέσαν πάνω του κατά δεκάδες οι φυλακίσεις. Σύνολο μέρες σαράντα.
Στο τηλέφωνο η μάνα τον αναζητούσε.
– Αντε μπρε πιδί μ’ δεν θα ‘ναρθς;
– Αχ, μάνα βαστούν σαράντα μέρες τα γιαπράκια;
Είπε βαρυαλγών. Αυτή δεν πολυκατάλαβε αλλά επανήλθε στην από μακρού διαπίστωσή της.
– Δεν είπα ιγώ πως δεν θα γέντς προκοπή εσύ…