ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΓΡΕΒΕΝΩΝ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ


Λαογραφία-με απλά λόγια-είναι το νανούρισμα της μάνας, το μοιρολόγι της γιαγιάς, οι θρύλοι και τα παραμύθια του παππού ,τα έθιμα, οι χοροί και τα τραγούδια που μας συντρόφευαν σε κάθε χαρά της καθημερινής ζωής και ακόμη τα κεντητά υφαντά της οικιακής οικοτεχνίας, τα εργαλεία των χειρωνακτικών γεωργικών εργασιών, η παραδοσιακή αρχιτεκτονική των σπιτιών και συνολικά όλος ο θησαυρός, υλικός και πνευματικός, που μας παραδόθηκε από τις προηγούμενες γενιές.    
Αντωνιάδου Αθανασία, Φιλόλογος


Ορισμός – Θεματολογία

Η Λαογραφία καθιερώθηκε ως επιστήμη από τον Νικόλαο Πολίτη. Μεταγενέστεροι επιστήμονες ερεύνησαν και διατύπωσαν το περιεχόμενό της και τη μέθοδό της, ωστόσο εξακολουθεί να υπάρχει στις μέρες μας σύγχυση σχετικά με το τι είναι λαογραφία. Η Α. Κυριακίδου-Νέστορος μιλάει για παρεξηγήσεις γύρω από το περιεχόμενο του όρου: <<Λαογραφία είναι η συλλογή λαογραφικού υλικού. Λαογραφία είναι η συναισθηματική και λογοτεχνική παρουσίαση του λαογραφικού υλικού. Λαογραφία είναι η εθνική, καθώς τονίζεται, ανάγκη να περισωθεί και να επιβιώσει η εθνική μας παράδοση. Λαογραφία είναι η με πολλά θαυμαστικά παρουσίαση των έργων της λαϊκής μας τέχνης, της λαϊκής μας μουσικής και των λαϊκών χορών, ακόμα και η οργάνωση τελετών με εθνικές ενδυμασίες>>. (Κυριακίδου-Νέστορος, 1975, σελ. 59-60)
Ο Δ. Λουκάτος δίνει ως στοιχειώδη ορισμό της Λαογραφίας τον ακόλουθο: << Λαογραφία είναι γενικά η επιστήμη που παρακολουθεί και ερμηνεύει τις εκδηλώσεις του λαού, πνευματικές, ψυχικές και (καλλι)τεχνικές, αυτές που αποτελούν τον πολιτισμό του ίδιου του λαού και του έθνους. Στην πρωταρχική μορφή των εκδηλώσεων αυτών, έθνος και λαός συνταυτίζονται. Ο ελληνικός  <<λαός>> μένει πάντα η βασική πηγή απ’ όπου το ελληνικό <<έθνος>> αντλεί τα στοιχεία της ψυχικής και πολιτιστικής ιδιομορφίας τους>>. (Λουκάτος, 1978, σελ. 21)
Ο Νικόλαος Πολίτης στον Α’ τόμο του περιοδικού <<Λαογραφία>> έχει δημοσιεύσει ένα διάγραμμα θεμάτων για την έρευνα και τη μελέτη της λαϊκής ζωής. Το διάγραμμα αυτό αποτελεί την επίσημη θεματολογία της Λαογραφίας και είναι το εξής:
<< Α: Τα μνημεία του λόγου: Άσματα, επωδαί, αινίγματα, ευχαί, παροιμίαι, μύθοι, ευτράπελοι διηγήσεις, παραμύθια, παραδόσεις, γλώσσα.
Β: Αι κατά παράδοσιν πράξεις ή ενέργειαι του λαού: Οίκος, τροφή, ενδύματα, κοινωνική οργάνωσις, το παιδίον, γαμήλια έθιμα, έθιμα κατά την τελευτήν, βίοι (γεωργικός, ποιμενικός, ναυτικός κλπ) δίκαιον, λατρεία, δημώδης φιλοσοφία, δημώδης ιατρική, μαντική, αστρολογία, μαγεία, μαγική και δεισιδαίμονες συνήθειαι, παιδιαί και αθλητικά αγωνίσματα, χοροί, μουσική και όργανα, καλλιτεχνία>>. (Λουκάτος, 1978, σελ. 68)

Σκοποί της Λαογραφίας

Τους σκοπούς της Λαογραφίας μπορούμε να τους χωρίσουμε σε τέσσερις κατηγορίες: επιστημονικοί, εθνικοί, ανθρωπιστικοί και διεθνιστικοί.

Επιστημονικοί σκοποί
Οι επιστημονικοί σκοποί είναι τρεις: Ο πρώτος αφορά την ιστορική και πολιτιστική ενημέρωση για το παρελθόν. Πρέπει να γνωρίζουμε, έχουμε χρέος να γνωρίσουμε, τι έγινε πριν από εμάς μέσα στα πλαίσια της εθνικής λαϊκής ζωής, όπως μια οικογένεια ενδιαφέρεται να μάθει για τους προγόνους της. Οι ειδικοί κλάδοι της Λαογραφίας, ο φιλολογικός (με τα κείμενα), ο φιλοσοφικός (με τη γνωμολογία και τις δοξασίες), ο θρησκειολογικός (με τους τρόπους λατρείας) και ο τεχνολογικός (πρακτικός ή καλλιτεχνικός), πλουτίζουν παραδοσιακά και κατευθύνουν πιο στέρεα την πολιτιστική πορεία του έθνους.
Ο δεύτερος σκοπός είναι η ιστορική και ανθρωπογεωγραφική μας τοποθέτηση στη διαδοχή των ελληνικών γενεών και πλάι στους όμορους λαούς. Με τα τεκμήρια της Λαογραφίας διαπιστώνουμε τη σχέση μας με τους αρχαίους και τους βυζαντινούς. Με τα ίδια τεκμήρια διαπιστώνουμε τις ομοιότητες και τις διαφορές μας προς τους γειτονικούς μας λαούς.
Ο τρίτος επιστημονικός σκοπός καταδεικνύει την προσφορά της λαογραφικής ύλης στις άλλες επιστήμες όσες επιδιώκουν να στηρίζονται στις λαϊκές εμπνεύσεις και στα βιώματα, να προσέξουν και να σεβαστούν την παράδοση. Τέτοιες επιστήμες είναι η φιλολογία, η γλωσσολογία, η αρχαιολογία, η αρχιτεκτονική, η θρησκειολογία, η κοινωνιολογία, η φαρμακευτική, η ιατρική κ.α.   

Εθνικοί σκοποί
Μέσα στους εθνικούς σκοπούς βασικό ρόλο παίζει η αυτογνωσία του έθνους που οδηγεί στον αυτοέλεγχο και στην αυτοέμπνευση. Με βάση αυτά τα δύο χαρακτηριστικά μπορούμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας πατώντας στέρεα στο παρελθόν και διδασκόμενοι από αυτό να αντλήσουμε θετικά στοιχεία χρήσιμα σε τομείς όπως η παιδεία, η κοινωνική πολιτική, η καλλιτεχνία. 

Ανθρωπιστικοί σκοποί
Μελετώντας τη λαϊκή ζωή και τα έθιμα, διεισδύουμε βαθύτερα στην ανθρώπινη ψυχή, που με την απλότητα και τις φυσικές εκδηλώσεις της γίνεται περισσότερο αγαπητή.

Διεθνιστικοί σκοποί
Στα πλαίσια της συγκριτικής Λαογραφίας διαπιστώνονται οι κοινές εμπνεύσεις των ανθρώπων μπροστά στην ίδια φύση και ζωή, τα κοινά βιώματα και οι δοξασίες και οι κοινές επιδιώξεις των λαών που δίνουν την εντύπωση ότι προέρχονται από τον Παγκόσμιο Άνθρωπο του Λαού και θέλουν να τον οδηγήσουν σε μια διεθνή κατανόηση και ανεκτικότητα. (Λουκάτος, 1978, σελ, 21-24)



Η Ελληνική Λαογραφία μέσα στους αιώνες

Από τότε που ο λαός ζει με ομαδικούς τρόπους ζωής, παραδόσεις και έθιμα, μπορούμε να βρούμε λαογραφικά θέματα σε διάφορες πηγές, ακόμα κι όταν δεν υφίσταται η λαογραφική επιστήμη.
Οι φιλολογικές πηγές της αρχαιότητας μας δίνουν πλήθος τέτοιων στοιχείων: στον Όμηρο και στον Ησίοδο, στους τραγικούς και κωμωδιογράφους περιγράφονται ήθη όχι μόνο ελληνικά αλλά και ξενότροπα. Ο πρώτος, όμως, που ανέλυσε τα συστατικά της λαογραφικής έρευνας, ήταν ο Αριστοτέλης (Δ΄ αιώνας π.Χ.) Μας έδωσε ορισμούς για τα λαογραφικά είδη του λόγου, αναζήτησε το νόημα των μύθων, περιέγραψε τους <<λαϊκούς βίους>> και αξιολόγησε το κριτικό πνεύμα του λαού. Στα <<Ηθικά Νικομάχεια>> τονίζει: <<Δεῖ προσέχειν τῶν ἐμπείρων καὶ πρεσβυτέρων ἢ φρονίμων ταῖς ἀναποδείκτοις φάσεσι καὶ δόξαις οὐχ ἧττον τῶν ἀποδείξεων· διὰ γὰρ τὸ ἔχειν ἐκ τῆς ἐμπειρίας ὄμμα ὁρῶσιν ὀρθῶς>>. (Λουκάτος, 1978, σελ. 31-32)
Με την εμφάνιση του Χριστιανισμού οι Πατέρες της εκκλησίας κατέγραψαν και μελέτησαν τα λαϊκά έθιμα στην προσπάθειά τους να πείσουν τους Χριστιανούς να τα εγκαταλείψουν λόγω της ειδωλολατρικής τους προέλευσης.  
Στο διάστημα των Βυζαντινών αιώνων διάφοροι λόγιοι και κληρικοί μας έδωσαν λαογραφικές πληροφορίες ιδιαίτερα όσοι σχολίαζαν τους αρχαίους συγγραφείς και όσοι έγραψαν Λεξικά. Ενδεικτικά αναφέρονται οι: ο Πατριάρχης Φώτιος, ο Μιχαήλ Ψελλός, ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος κ.α.
Μετά το τραγικό γεγονός της άλωσης της Κωνσταντινούπολης δημιουργήθηκαν θρύλοι και παραδόσεις οι οποίες συνθέτουν ένα πλούσιο λαογραφικό υλικό. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι κυριότερες πηγές λαογραφικών ειδήσεων ήταν η λαϊκή λογοτεχνία (τραγούδια, παραμύθια, παροιμίες), οι ελεύθερες <<ενθυμήσεις>> που γράφονταν από κληρικούς και λαϊκούς στα βιβλία της εκκλησίας, οι χρονικογράφοι και ύστερα οι απομνημονευματογράφοι, οι λαϊκοί τραγουδιστές των κατορθωμάτων και της ζωής των Αρματολών και των κλεφτών. (Λουκάτος, 1978, 42-43)
Από την Τουρκοκρατία και μετά ξεκινά από τους λόγιους μια συνειδητή προσπάθεια λαογραφικών καταγραφών με διπλό στόχο: αφ’ ενός μεν την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης του λαού και αφ’ ετέρου την επίτευξη θετικής στάσης των Ευρωπαίων απέναντι στην ελληνική επανάσταση και τη δημιουργία ελεύθερου ελληνικού κράτους.
Η ανάπτυξη της Λαογραφικής επιστήμης επισπεύδεται στον Ελληνικό χώρο κυρίως κατά τον αγώνα ανασκευής των όσων προλογίζονται στο έργο: Ιστορία της Χερσονήσου του Μορέως στον Μεσαίωνα του Ph. Fallmerayer (Α΄ Στουτγάρδη 1830 και Β΄ Τυβίγγη 1836). Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Γερμανού καθηγητή ο αρχαίος ελληνικός κόσμος εξαφανίζεται με την κάθοδο των Σλάβων και των Αλβανών από τα μέσα της πρώτης μ.Χ χιλιετηρίδας, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι του νεοελληνικού κράτους να μην έχουν καμία απολύτως φυλετική συγγένεια με τους αρχαίους Έλληνες. (Τζάκης, 2002)
Ο ισχυρισμός αυτός σήμανε συναγερμό στον χώρο των ελληνικών επιστημών. Η Ιστορία και η Λαογραφία σήκωσαν το βάρος αυτής της εθνικής επιστημονικής σταυροφορίας. Η Λαογραφία ανέλαβε το καθήκον να υποστηρίξει τη συνέχεια του Ελληνικού έθνους, ανακαλύπτοντας ζωντανά μνημεία του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού μέσα στις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα του απλού λαού της υπαίθρου. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα που παρουσιάζει η Α. Κυριακίδου-Νέστορος παρομοιάζοντας τους Έλληνες λαογράφους αυτής της περιόδου με χρυσοθήρες που έσπευσαν να αναζητήσουν ως ψήγματα χρυσού τις <<επιβιώσεις>> μέσα στο χρυσοφόρο ορίζοντα των παραδόσεων. Είναι γεγονός ότι πολλές από τις καλύτερες εργασίες των πρώτων λαογράφων αποτελούν συνειδητή απάντηση στις θεωρίες του Φαλμεράιερ, ενώ η πολιτική σημασία των θεωριών εκείνων εξασφάλισε στη λαογραφία ένα ρόλο ο οποίος δεν περιοριζόταν στο απλό ακαδημαϊκό πλαίσιο. (Herzfeld, 2002, σελ. 144)
Από το 1850 και έπειτα, έχουμε μία περίοδο ωριμότερης σκέψης και εργασίας για τη λαογραφική έρευνα. Το 1887 ο Ν.Γ. Πολίτης, τμηματάρχης τότε στο Υπουργείο Παιδείας, έστειλε εγκύκλιο στους εκπαιδευτικούς να συγκεντρώσουν λαογραφικό υλικό. Έκτοτε η εκπαιδευτική συνεργασία έγινε εντονότερη και το αποτέλεσμα πλουσιότερο. Το έτος αυτό ο Ν. Πολίτης χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο <<Λαογραφία>> ενώ πρωτύτερα έλεγαν <<Παραδόσεις>>, <<Έθιμα>>. (Λουκάτος, 1978,σελ. 62-63)
Στα χρόνια του μεσοπολέμου ο συνεχιστής του Ν. Πολίτη, Στίλπων Κυριακίδης, θα θέσει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τον ίδιο τον παραδοσιακό πολιτισμό <<την ουσία του και όχι ορισμένες μόνο εκδηλώσεις του, οι οποίες ως κριτήριο ομαδοποίησής τους έχουν την κοινή καταγωγή>> (Τζάκης, 2002, σελ. 37)
Για τον Κυριακίδη τα χαρακτηριστικά του παραδοσιακού πολιτισμού είναι το <<κατά παράδοσιν>>, το <<ομαδικόν>> και το <<αυθόρμητον>>. Χαρακτηριστικό του πρώτου είναι η ζωτικότητά του, του δεύτερου η άμεση υιοθέτηση από τον λαό των δημιουργημάτων που εκπηγάζουν από τα πρότυπα της παράδοσης και του τρίτου η συνειρμική σκέψη που διατρέχει όλα τα στρώματα του πολιτισμού. (Κυριακίδου-Νέστορος, 1989, σελ. 63-69)
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο οι συνθήκες στον Ελλαδικό χώρο μεταβάλλονται. Η εκβιομηχάνιση που οδηγεί στην αστικοποίηση, καθώς και η μετανάστευση, δημιουργούν νέες κοινωνικές πραγματικότητες. Υπό αυτούς τους όρους γίνεται από τους Έλληνες λαογράφους, κυρίως τη δεκαετία του 1960, μια προσπάθεια ανανέωσης.
Η νέα γενιά λαογράφων, όπως ο Δ. Λουκάτος, ο Μ. Μερακλής και η Α. Κυριακίδου-Νέστορος, προσεγγίζει το λαογραφικό υλικό με νέους τρόπους και στρέφεται σε νέα αντικείμενα. Η Λαογραφία δεν συλλέγει πλέον το υλικό της μόνο από τον αγράμματο χωρικό, αλλά και από διάφορες κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες, αστικές ή μη, ηλικιακές , θρησκευτικές, προσφυγικές κ.α. που γίνονται φορείς ενός νέου αστικού λαϊκού πολιτισμού. (Μερκούρης)

Φορείς του παραδοσιακού πολιτισμού

Φορείς του παραδοσιακού πολιτισμού είναι ερασιτέχνες λαογράφοι, πολιτιστικοί σύλλογοι, λαογραφικά μουσεία και τοπικές αρχειακές συλλογές.
Το μεγαλύτερο μέρος του καταγεγραμμένου λαογραφικού υλικού προέρχεται από ερασιτέχνες λαογράφους των οποίων το μοναδικό κίνητρο είναι η αγάπη για τον τόπο και μια προσπάθεια να διασωθεί ό,τι απέμεινε από τον παραδοσιακό τρόπο ζωής και να προβληθούν οι τοπικές πολιτιστικές αξίες (Σηφόπουλος & Χρύσης, 1988, σελ. 3)
Σημαντικό επίσης ρόλο στη συλλογή λαογραφικού υλικού παίζουν και οι τοπικοί πολιτιστικοί σύλλογοι. Τα μέλη των συλλόγων αυτών έχουν βιώσει μέρος της ζωής τους σε έναν κόσμο που τους φαίνεται να ανήκει σε ένα μακρινό παρελθόν και επιδιώκουν να αποτυπώσουν τα ίχνη του ως οφειλή στους ίδιους τους εαυτούς τους αλλά και στα παιδιά τους. Τα άτομα αυτά έχουν <<λόγιες>> ανησυχίες οι οποίες δεν αφορμώνται τόσο από συναισθηματικούς δεσμούς με το παρελθόν, όσο από την ανάγκη σύνδεσης του παρόντος με το παρελθόν, αντιδρώντας μ’ αυτόν τον τρόπο στην επέλαση ενός ομογενοποιημένου αλλά και ξενόφερτου, όπως χαρακτηρίζεται πολλές φορές, τρόπου ζωής.(Χατζητάκη-Καψωμένου, 2003, σελ. 376)
Στα λαογραφικά μουσεία συγκεντρώθηκαν και διασώθηκαν αντικείμενα του παραδοσιακού πολιτισμού τα οποία προήλθαν από ιδιωτικές λαογραφικές συλλογές. Ο σκοπός στην αρχή μπορεί να ήταν αποθησαυριστικός, ωστόσο στη συνέχεια απέκτησαν κι έναν πιο ουσιαστικό χαρακτήρα για την αξιολόγηση της τέχνης του λαού. (Λουκάτος, 1992, σελ. 68)
Εκτός από τα λαογραφικά μουσεία υπάρχει και ένα πλήθος τοπικών λαογραφικών αρχείων τα οποία χρησιμοποιούνται από ερευνητές για την ανάπτυξη λαογραφικών σπουδών στον συγκεκριμένο τόπο. <<Η συλλογή υλικού σε τοπικό επίπεδο παρουσιάζει τα πλεονεκτήματα της βιωματικότητας του συλλογέα, η οποία μπορεί να κατευθύνει την έρευνα στα πλέον ενδιαφέροντα και αξιοπρόσεκτα θέματα τοπικού παραδοσιακού πολιτισμού>>. (Βαρβούνης, 1994, σελ. 130) 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Βαρβούνης, Μ. (1994). Συμβολή στη μεθοδολογία της επιτόπιας λαογραφικής έρευνας. Αθήνα: Εκδόσεις Οδυσσέας.

Κυριακίδου-Νέστορος, Ά. (1975). <<Λαογραφία: Η ουσία και η μέθοδος>>, <<Λαογραφικά Μελετήματα>>. Εκδόσεις Ολκός.

Κυριακίδου-Νέστορος, Ά. (1989). Λαογραφικά Μελετήματα. Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α.).

Λουκάτος, Δ. (1978). Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία (2nd ed.). Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.

Λουκάτος, Δ. (1992). Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία (4nd ed.). Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.

Τζάκης, Δ. (2002) «Για την ιστορία της ελληνικής λαογραφίας» στο Γ. Αικατερινίδης, Ε. Αλεξάκης κ.λπ., Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα: Οι Νεότεροι Χρόνοι, τ. Α, Ο Νεότερος Λαϊκός Βίος, Πάτρα: εκδ. ΕΑΠ.

Σηφόπουλος, Τ., & Χρύσης, Β. (1988). Λαογραφικά θησαυρίσματα. Εκδόσεις Αφάντου Ρόδου.

Χατζητάκη-Καψώμενου Χρ (2003). Οι πολιτιστικοί σύλλογοι και η παράδοση: το πρόβλημα της αυθεντικότητας. Επιστημονικό συμπόσιο: Το παρόν του παρελθόντος: Ιστορία, Λαογραφία, Κοινωνική Ανθρωπολογία. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραϊτη)

Herzfeld, Μ. (2002). <<Πάλι δικά μας. Λαογραφία. Ιδεολογία και η διαμόρφωση της σύγχρονης Ελλάδας>>. Μετ. Σαρηγιάννης Μαρίνος, Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.


Pages