Διήγημα του Γιώργου Σιώμου
Είναι απόγευμα Σαββάτου του Σεπτέμβρη του 2018. Όσο πιάνει το μάτι δεξιά κι αριστερά στην αμμουδιά, οι λουόμενοι έχουν κατακλύσει την παραλία των Νέων Επιβατών, το παλιό Μπαξέ Τσιφλίκι. Ξαπλώστρες, ομπρέλες, πετσέτες πολύχρωμες, κουβαδάκια, φορτηγά και γερανοί, καφέδες, αναψυκτικά, γυναίκες, άντρες, παιδιά, Έλληνες, Ρώσοι, Σέρβοι… Λες και μαζεύτηκαν εδώ οι καλύτεροι άνθρωποι του κόσμου. Απέναντι απλώνεται τυλιγμένη στην αχλύ της η Θεσσαλονίκη, δεξιά το αεροδρόμιο Μακεδονία, βορειότερα το βουνό Χορτιάτης, που όταν κατεβαίνουν τα αεροπλάνα από τον ουρανό για να προσγειωθούν θαρρείς πως περπατούν στις πλαγιές του, αριστερά οι παραλίες της Αγίας Τριάδας που εκτείνονται μέχρι τη Μηχανιώνα και στρίβουν αριστερά για την Επανομή.
Στεγνώνω στην ξαπλώστρα και χαζεύω. Η γυναίκα μου παρατηρεί τα δυο μικρά εγγονάκια μας που πλατσουρίζουν στα ρηχά. Από μακριά ακούγεται ο ήχος ενός κρις κραφτ να πλησιάζει, ένα δροσερό αεράκι χαϊδεύει το πρόσωπό μου, ο γλάρος που πετούσε νωχελικά βουτάει για το ψάρι που από ώρα είχε στοχεύσει κι ο ήλιος πλήρης, κατακόκκινος, βυθίζεται στο ακρότατο σημείο του Θερμαϊκού προς τη μεριά της Κατερίνης.
Κι ενώ πλησιάζει η ώρα να τα μαζεύουμε σιγά σιγά και να φεύγουμε, ένα σούσουρο ακούγεται, κάτι σαν ψίθυρος ομαδικός των λουομένων, μια ταραχή… Στρέφουν τα βλέμματα τους όλοι προς τη μεριά που πετούν τα αεροπλάνα πριν αυτά δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση ότι περπατούν στην πλαγιά του βουνού κι ετοιμαστούν να βουτήξουν στη θάλασσα. «Φέρνει γύρους στο ίδιο σημείο» φωνάζει κάποιος «κάτι συμβαίνει». Ανοίγουν τα κινητά τους κι αρχίζουν πυρετωδώς να ψάχνουν για ειδήσεις.
«Αεροπειρατεία, αεροπειρατεία» φωνάζουν κάποιοι. Σηκώνονται και οι τελευταίοι από τις ξαπλώστρες και κοιτάζουν ψηλά και δεξιά το αεροπλάνο να διαγράφει αλλεπάλληλους κύκλους πάνω από το αεροδρόμιο και τη θαλάσσια γύρω περιοχή. Η περιέργεια μεγαλώνει και οι ερωτήσεις πέφτουν βροχή «Από πού έρχεται το αεροπλάνο; Πόσους επιβάτες έχει; Πόσοι είναι οι αεροπειρατές και πώς μπήκαν μέσα και πού;» Ερωτήματα γεννιούνται απανωτά, το ένα μετά το άλλο. Αποσπασματικά έρχονται οι πληροφορίες από τα κινητά και είναι καταιγιστικές.
Το αεροπλάνο μεταφέρει μόνον πέντε επιβάτες, από τη Νέα Υόρκη, θα είναι τίποτα κροίσοι ή μήπως επιστήμονες που πήγαιναν σε κάποιο συνέδριο, γιατροί, επιχειρηματίες, άγνωστο αν ξεκίνησαν από εκεί με το ίδιο αεροπλάνο ή άλλαξαν σε διάφορους ενδιάμεσους σταθμούς, δεν υπάρχουν στοιχεία ακόμη για τους αεροπειρατές, τα λεπτά κυλούν αργά, πολύ αργά, λες και σταμάτησε ο χρόνος, το αεροπλάνο συνεχίζει τους κύκλους του, δεν είναι της γραμμής αλλά μισθώθηκε ειδικά γι’ αυτή την πτήση, ο αεροπειρατής τελικά είναι ένας, νεαρός , σχεδόν παιδί, πώς όμως μπήκε μέσα, και πού; στην Αμερική ή σε κανέναν σταθμό ανεφοδιασμού; Και τι ενδιαφέρει τώρα πια; Το ζητούμενο είναι να σωθούν οι άνθρωποι, ήδη το κέντρο ελέγχου του αεροδρομίου προσπαθεί να τον αφοπλίσει, έχει όπλο, απειλεί να τινάξει τα μυαλά του γιατί τον χώρισε, λέει, η κοπέλα του, αλλά θέλει να πάρει και άλλους μαζί του, προσπαθούν να τον πείσουν, ο πιλότος τού αεροσκάφους προειδοποιεί το κέντρο ελέγχου ότι τελειώνουν τα καύσιμα, θα πάνε όλοι μαζί στον πάτο, και λένε ότι στο σημείο εκείνο ο Θερμαϊκός έχει το πιο μεγάλο βάθος. Έχουμε νεώτερα, που ξεκαθαρίζουν κάπως την κατάσταση αλλά την κάνουν πιο τραγική, οι πέντε επιβάτες είναι Έλληνες της Αμερικής, γεροντάκια που έχουν φάει την ξενιτιά με το κουτάλι, μελλοθάνατοι, καρκινοπαθείς και οι πέντε χωρίς γιατρειά, πάνω από μήνα ζωής σε κανέναν δεν έδωσαν οι γιατροί, μίσθωσαν το αεροπλάνο με πενήντα χιλιάδες δολάρια ο καθένας για να έρθουν να πεθάνουν στα χωριά τους. Οι αρχές δίνουν τα ονόματά τους στη δημοσιότητα, ένας από τους πέντε είναι γνωστός μου, ο Οδυσσέας από τα μέρη μας στα Γρεβενά, έφυγε από το χωριό του για την Αμερική τη δεκαετία του πενήντα, ο πρώτος που άνοιξε το δρόμο για τα ξένα, μπροστάρης, γκισέμι, εβδομήντα χρόνια Αμερικάνος, Αμερικάνο τον λένε στο χωριό του, έκανε μεγάλη περιουσία, αλυσίδα με βενζινάδικα στη Νέα Υόρκη, έχτισε σπίτι, ωραίο σπίτι στο χωριό, ερχόταν τα καλοκαίρια, μόνο φέτος δεν ήρθε λόγω της ασθένειας, γι’ αυτό δεν τον είδαμε τον Αύγουστο στο πανηγύρι, τα τελευταία χρόνια γλεντούσαμε παρέα, αγαπούσε το τραγούδι «πάρε τα γκιούμια σ’ κι έλα» το χορέψαμε και μαζί, μας ένωνε ο Ζήσης ο ξάδερφός του και φίλος μου που τον είχε πρότυπο, ζει στο Βέλγιο κι έρχεται κάθε καλοκαίρι με ένα καινούργιο βιβλίο του. Α ρε Οδυσσέα, ούτε να πεθάνεις με την ησυχία σου δεν σε αφήνουν, ήρθες να πεθάνεις στα χώματα που σε γέννησαν, στα χώματα που δεν μπορούσαν να σε θρέψουν, θα σκέφτηκες και το έκανες πράξη ότι είναι γλυκύς ο θάνατος, μόνον όταν κοιμώμεθα εις την πατρίδα. Κι αναρωτιέμαι αν ο Οδυσσέας δεν είχε γεννηθεί σε χωριό αλλά σε πόλη θα ερχόταν να πεθάνει στην πατρίδα του; τι να σκέφτεται και πώς να νιώθει ως μελλοθάνατος; και οι άλλοι τέσσερις; Έχει το κουράγιο άραγε να σκεφτεί, να θυμώσει, να στενοχωρηθεί που έκανε τόσο κόπο να έρθει στον τόπο του να αφήσει τα κόκαλά του κι ένας παρείσακτος με το όπλο στο χέρι να τους απειλεί ότι θα ανατινάξει το αεροπλάνο και μαζί με αυτό πλήρωμα κι επιβάτες; Αλλά να! επιτέλους το αεροπλάνο αφήνει τους εναγώνιους κύκλους και ακολουθεί τη γνωστή διαδρομή των αεροπλάνων, περπατάει στην πλαγιά του βουνού, γλιστράει απαλά πάνω στη θάλασσα- έτσι φαίνεται σε μας από εδώ- και προσγειώνεται στον αεροδιάδρομο, χαίρονται και χειροκροτούν οι λουόμενοι που τόση ώρα παρακολουθούσαν με αγωνία, και μαθαίνουμε ότι οι Αμερικανικές αρχές έπεισαν την κοπέλα να τηλεφωνήσει στον αεροπειρατή, ότι θα τα ξαναφτιάξει μαζί του και θα είναι πάλι μέλι γάλα η σχέση τους, κι ο Οδυσσέας οπωσδήποτε τώρα θα πήρε μια βαθιά ανάσα, τον περιμένουν οι δικοί του στο αεροδρόμιο να τον παραλάβουν, ίσως ζήσει καμιά εβδομάδα ακόμα και ίσως έχει το κουράγιο και τη διάθεση να ακούσει για τελευταία φορά τον αγαπημένο του σκοπό
πάρε τα γκιούμια σ’ κι έλα
να τα γεμίσουμε
κι έλα στη γειτονιά μου
να τα μιλήσουμε.
Γιώργος Ν. Σιώμος
Πηγή: http://faretra.info